Αγγλικός όρος

immunotherapy

Ορισμός

Η χρήση φυσικών και συνθετικών ουσιών στην διέγερση ή καταστολή των απαντήσεων του ανοσοποιητικού συστήματος, στην θεραπεία ανεπαρκειών ή στην παρεμβολή της ανάπτυξης κακοηθών νεοπλασμάτων. Οι θεραπευτικοί παράγοντες είναι ειδικά ή μη ειδικά αντιγόνα. Οι ανοσολογικές θεραπείες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις κυτοκίνες (πχ. ιντερφερόνη α και ιντερλευκίνη-2), μονοκλωνικά αντισώματα, ενδοφλέβια άνοση σφαιρίνη, πρωτεΐνες θερμικής καταπληξίας, και εμβόλια κατά του καρκίνου.

Συνώνυμο

immunological therapy

Ετυμολογία

[" + Ελλ. therapeia, θεραπεία]

Υπώνυμος όρος

adoptive immunotherapy
allergen-specific immunotherapy
antigen-specifc immunotherapy
nonspecific immunotherapy
passive immunotherapy
rush immunotherapy
specific immunotherapy
stimulation immunotherapy
sublingual immunotherapy
suppressive immunotherapy