Αγγλικός όρος

study, case-control

Ορισμός

Ερευνητική τεχνική η οποία χρησιμοποιείται στην επιδημιολογία και στην κλινική έρευνα και κατά την οποία οι περιπτώσεις επιλέγονται για μελέτη με βάση την εξαρτημένη μεταβλητή, δηλαδή την παρουσία (ομάδα μελέτης) ή την απουσία (ομάδα ελέγχου) του χαρακτηριστικού ή της ασθένειας υπό μελέτη. Στη συνέχεια συγκρίνονται οι διαφορές στις συχνότητες ενός παράγοντα, γνωρίσματος, έκθεσης, χαρακτηριστικού ή πιθανής αιτίας (ανεξάρτητες μεταβλητές) μεταξύ των δύο ομάδων. Για παράδειγμα, μια μελέτη μπορεί να περιλάβει δύο ομάδες ασθενών από τον ίδιο πληθυσμό - μία με ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο (ομάδα μελέτης) και μία με ασθενείς που δεν πάσχουν από καρκίνο (ομάδα ελέγχου). Κατόπιν συγκρίνεται π.χ. η συχνότητα καπνίσματος σε αυτές τις κατά τα άλλα παρόμοιες ομάδες προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η έκθεση στο κάπνισμα διαφέρει μεταξύ τους. Η πρώτη τέτοια μελέτη αφορούσε σε καπνοδοχο-καθαριστές στην Αγγλία οι οποίοι ανέπτυξαν καρκίνο στο όσχεο. Η υπόθεση εν προκειμένω ήταν ότι κάποια ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος αυτού οδηγούσε σε μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου από αυτή που χαρακτήριζε τον γενικό πληθυσμό, και όντως αργότερα δείχθηκε ότι οι εναποθέσεις αιθάλης στο δέρμα που περιβάλλει τους όρχεις μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτού του καρκίνου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι μελέτες περίπτωσης- ελέγχου δεν αποδεικνύουν την αιτιολογία αλλά μπορούν μόνο να προτείνουν σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών. Επειδή αυτός ο τύπος μελέτης είναι αναδρομικός, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί το συστηματικό σφάλμα στη μελέτη από τη διαφορική αναφορά μεταξύ των δύο ομάδων, ούτε να ταυτισθούν οι δύο ομάδες στον βαθμό που χρειάζεται ώστε να αποκλειστούν πιθανοί παράγοντες σύγχυσης και να αποδειχθεί η σχέση αιτίας και αποτελέσματος.