Αγγλικός όρος
disease
Ορισμός
Μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υποκειμενικά παράπονα, συγκεκριμένο ιστορικό, καθώς και κλινικές ενδείξεις, συμπτώματα και εργαστηριακά ή ακτινολογικά ευρήματα. Οι έννοιες της νόσου και της ασθένειας διαφέρουν στο γεγονός ότι η νόσος συνήθως είναι αντιληπτή ή μετρήσιμη, ενώ η ασθένεια (και ο συνοδευόμενος πόνος, ταλαιπωρία ή καταπόνηση) είναι εξαιρετικά ατομική και προσωπική. Συνεπώς, ένα άτομο μπορεί να πάσχει από μια σοβαρή αλλά χωρίς συμπτώματα νόσο (π.χ. υπέρταση) χωρίς οποιαδήποτε ασθένεια. Αντιστρόφως, ένα άτομο μπορεί να είναι εξαιρετικά άρρωστο (π.χ. με διαταραχή μετατραυματικού στρες), αλλά να μην έχει καμία εμφανή ένδειξη κάποιας νόσου. Συγκεκριμένες παθήσεις παρατίθενται κάτω από την πρώτη λέξη της πάθησης.
Ετυμολογία
[Γαλλ. des, από + aise, εύκολο]
Υπώνυμος όρος
acute disease
anticipated disease
chronic disease
communicable disease
hereditary disease
neglected disease
secondary disease
subacute disease
systemic disease