Αγγλικός όρος

urea

Ορισμός

Διαμίδιο του ανθρακικού οξέος, κρυσταλλική ουσία με χημικό τύπο CH4N2O. Ανευρίσκεται στο αίμα, στη λέμφο και τα ούρα. Σχηματίζεται στο ήπαρ από την αμμωνία που προέρχεται από την απαμίνωση των αμινοξέων.
Η ουρία είναι το κυριότερο αζωτούχο συστατικό των ούρων και, μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα, αποτελεί το τελικό μεταβολικό προϊόν των πρωτεϊνών στο σώμα. Στα φυσιολογικά άτομα η ουρία αντιπροσωπεύει το 80-90% των αζωτούχων ουσιών στα ούρα. Είναι άοσμη, άχρωμη, έχει μορφή λευκών πρισματικών κρυστάλλων και σχηματίζει άλατα με τα οξέα. Η ποσότητα που αποβάλλεται στα ούρα κυμαίνεται και εξαρτάται από την ποσότητα των πρωτεϊνών στη διατροφή. Η αποβολή της στα ούρα αυξάνεται σε εμπύρετα νοσήματα, στο διαβήτη και σε υπερλειτουργία των επινεφριδίων, ενώ μειώνεται στη νεφρική ανεπάρκεια.

Ετυμολογία

Ελλ. ouron, ούρα