Αγγλικός όρος
prostaglandin, PG
Ορισμός
Μεγάλη ομάδα βιολογικά δραστικών, ακόρεστων λιπαρών οξέων με 20 άτομα άνθρακος που παράγονται κατά τον μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος και διαμέσου της οδού της κυκλοξυγενάσης. Πρόκειται για τοπικές ορμόνες που σχηματίζονται ταχέως, δρουν στην γειτονική περιοχή και στην συνέχεια διασπώνται και καταστρέφονται από ένζυμα. Οι προσταγλανδίνες PGD2, PGE2, PGF2α, PGI1PGI2, (προστακυκλίνη) και η ΤΧΑ2 (θρομβοξάνη) αποτελούν σημαντικούς μεσολαβητές της φλεγμονής. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αναστέλλουν την παραγωγή προσταγλανδινών. Οι προσταγλανδίνες επηρεάζουν ένα ευρύ αριθμό βιολογικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων της αγγειοδιαστολής, της αγγειακής διαπερατότητας, του βρογχόσπασμου, της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων, της δυσμηνόρροιας, την αναστολής της γαστρικής έκκρισης, της διέγερσης των νευρικών υποδοχέων του άλγους κατά την καταστροφή των ιστών, την αναστολή του ύπνου και την διατήρηση ανοικτού αρτηριακού πόρου. Η εξωγενής χορήγηση PGE2 υπο μορφή ζελ χρησιμοποιείται για την μαλάκυνση του τραχήλου πριν την έναρξη του τοκετού.