Αγγλικός όρος

rhabdomyolysis

Ορισμός

Οξεία και μερικές φορές θανατηφόρος ασθένεια, κατά την οποία τα υποπροϊόντα της λύσης των μυϊκών κυττάρων συσσωρεύονται στα νεφρικά σωληνάρια και οδηγούν σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η ραβδομυόλυση μπορεί να είναι αποτέλεσμα τραυματισμού, τοξικής δράσης φαρμάκων ή χημικών στους γραμμωτούς μύες, υπερβολικής άσκησης, σήψης, σοκ, και σοβαρής υπονατριαιμίας, μεταξύ άλλων ασθενειών και καταστάσεων. Απειλητική για τη ζωή υπερκαλιαιμία και μεταβολική οξέωση μπορεί να επακολουθήσουν. Η αντιμετώπιση μπορεί να περιλαμβάνει τη χορήγηση υγρών πλούσιων σε διττανθρακικά (με σκοπό τη διευκόλυνση της απέκκρισης μυοσφαιρίνης και σιδήρου στα ούρα) ή την αιμοδιάλυση.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι θεραπευτικοί στόχοι είναι

1. Παρεμπόδιση και θεραπεία της νεφρικής δυσλειτουργίας.
2. Αποκατάσταση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών.
3. Θεραπεία της υποκείμενης αιτίας. Οι ασθενείς ενυδατώνονται επιθετικά με στόχο την επίτευξη παροχής ούρων 200 με 300 ml/ώρα. Εάν η παροχή ούρων δεν αυξάνει με την ενυδάτωση, χορηγούνται διουρητικά αγκύλης (ωσμωτικά διουρητικά) για να προαχθεί η ούρηση. Η αλκαλοποίηση των ούρων (π.χ., με διττανθρακικό νάτριο) αυξάνει τη διαλυτότητα της μυοσφαιρίνης στα ούρα και ως εκ τούτου την αποβολή της από τον οργανισμό. Ο ασθενής με ραβδομυόλυση θα πρέπει να παρακολουθείται στενά για ηλεκτρολυτικές διαταραχές (υποκαλιαιμία, υπερκαλιαιμία), ανωμαλίες του ρυθμού και σύνδρομο διαμερισματοποίησης (εάν ήταν τραυματισμός υπεύθυνος για την εμφάνιση του συνδρόμου). Όταν υπάρχει υποψία συνδρόμου διαμερισματοποίησης, άμεση μέτρηση της ιστικής πίεσης του διαμερίσματος χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της αναγκαιότητας διατομής του περιτοναίου. Καθώς ο ασθενής αναρρώνει, η φυσιοθεραπεία θα βοηθήσει στη διατήρηση του εύρους κίνησης και σε άλλες επιπλοκές, οφειλόμενες στην ακινητοποίηση εντός του νοσοκομείου.

Ετυμολογία

[" + " + lysis, λύσις]

Υπώνυμος όρος

traumatic rhabdomyolysis