Αγγλικός όρος
tetrad
Ορισμός
1. Μια ομάδα τεσσάρων αντικειμένων με κάτι κοινό.
2. Ένα στοιχείο που έχει σθένος ή συνδυαστική δύναμη του
τέσσερα.
3. Μία ομάδα τεσσάρων τμημάτων, για κύτταρα που παράγονται από διαίρεση σε δυο επίπεδα.
4. Η ομάδα τεσσάρων
χρωμοσωμάτων στην πρόφαση 1 της μίτωσης. Τα ζεύγη των ομόλογων χρωμοσωμάτων, το καθένα από τα οποία έχει δύο χρωματίδες, που στοιχίζονται μαζί
στα ινίδια της ατράκτου.
Ετυμολογία
[Ελλ. tetras, τέσσερα]