Αγγλικός όρος

tremor

Ορισμός

1. Ρίγος, τρόμος· ειδικότερα ένα συνεχές ρίγος σπασμωδικής φύσης.

2. Μία ακούσια κίνηση ενός μέρους ή μερών του σώματος που προκύπτει από εναλλασσόμενες συσπάσεις αντίθετων μυών.

Οι τρόμοι μπορούν να ταξινομηθούν ως ακούσιοι, στατικοί, δυναμικοί, κινητικοί ή κληρονομικοί. Οι παθολογικοί τρόμοι είναι ανεξάρτητοι της θέλησης. Ο τρόμος μπορεί να είναι λεπτός ή αδρός, ταχύς ή αργός, και μπορεί να εμφανισθεί κατά τη διάρκεια της κίνησης (σκόπιμος τρόμος) ή να βελτιωθεί όταν το τμήμα ασκείται εκούσια. Συχνά, προκαλείται από οργανική νόσο. Ο τρόμος μπορεί επίσης να εκφράζει ένα συναίσθημα (π.χ. φόβος). Όλοι οι ανώμαλοι τρόμοι, εκτός του παρειακού και του οφθαλμικού μυοκλόνου, εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Υπώνυμος όρος

action tremor
alcoholic tremor
cerebellar tremor
coarse tremor
continuous tremor
enhanced physiological tremor
essential tremor
familial tremor
fibrillary tremor
fine tremor
flapping tremor
forced tremor
Hunt's tremor
hysterical tremor
intention tremor
intermittent tremor
muscular tremor
parkinsonian tremor
physiological tremor
rest tremor
senile tremor
static tremor
volitional tremor