Κοινωνικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, καθώς και η κοινωνική οργάνωση, η θέση στην κοινωνική ιεραρχία και οι αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, επιδρούν σημαντικά στην υγεία. Η οικογένεια, εκτός από την ασφάλεια, την καθοδήγηση και τη βοήθεια που προσφέρει στα μέλη της, επηρεάζει θετικά και την υγεία τους.
Η επίδραση αυτή είναι πιο έντονη στα παιδιά. Κατά την παιδική ηλικία, η οικογένεια και οι κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αυτή διαμορφώνεται αποτελούν τα θεμέλια για την προστασία και προαγωγή της ψυχοδιανοητικής και σωματικής υγείας στην υπόλοιπη ζωή.
Το τρίγωνο ‘πατέρας-μητέρα-παιδί’ αποτελεί τον πρώτο πυρήνα της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου.
Από πολλές μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι η αρνητική οικογενειακή εμπειρία καθιστά το παιδί ευάλωτο στα σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Σε μεγάλη προοπτική μελέτη 5.000 ατόμων που γεννήθηκαν το 1946 διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν γονείς που χώρισαν ή πέθαναν πρόωρα παρουσίαζαν μεγαλύτερη συχνότητα γαστρικού έλκους, κολίτιδας και ψυχιατρικών διαταραχών μέχρι τα 26 τους χρόνια.
Σε άλλη μελέτη του 1980, το 66% των παιδιών με διαταραχή διαγωγής προέρχονταν από διαλυμένες οικογένειες, σε σύγκριση με το 12% παιδιών με οικογένειες. Οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις μετά από διαζύγιο είναι οι έντονες διαταραχές της συμπεριφοράς, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η επιθετικότητα και η κατάθλιψη, που εκδηλώνονται περίπου στο 1/3 των παιδιών διαζευγμένων γονιών.
Οι αντιδράσεις αυτές ποίκιλαν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού κατά τον χωρισμό των γονιών.
Γονείς πολυάσχολοι, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, ακόμα και όταν μένουν μαζί, αφήνουν συχνά τα παιδιά τους να τα μεγαλώσουν ο παππούς και η γιαγιά για ένα ή και περισσότερα χρόνια. Όμως, αν λείψουν οι γονείς ορισμένους μήνες τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού, μπορεί να προκληθούν αργότερα στο παιδί καταστάσεις άγχους, διαταραχές ύπνου, ενούρηση, εγκόπριση, δυσκολίες προσαρμογής.
Ακόμα και όταν οι γονείς είναι φυσικά παρόντες αλλά απουσιάζουν συναισθηματικά, μπορεί πάλι να παρουσιαστούν προβλήματα προσαρμογής και εγκοινωνισμού του παιδιού. Όταν υπάρχουν διαταραγμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις, το παιδί υφίσταται ‘συγκαλυμμένη’ αποστέρηση που μπορεί να έχει τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις με αυτές του φυσικού αποχωρισμού.
Η ανάγκη φυσικής και συναισθηματικής παρουσίας των γονιών, και ιδιαίτερα της μητέρας, παραμένει έντονη κυρίως τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού.
Εκτός από τη μητέρα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο πατέρας, κυρίως σε ότι αφορά την αίσθηση σταθερότητας και σιγουριάς. Η παρουσία του επιδρά και πριν από τη γέννηση του παιδιού, επηρεάζοντας τη στάση της μελλοντικής μητέρας προς το παιδί.
Στη συνέχεια βοηθά τη μητέρα να αισθανθεί ασφαλής και διαθέσιμη, ενώ αργότερα γίνεται ο τρίτος πόλος έλξης, διευκολύνοντας τον αποχωρισμό και τη διαφοροποίηση του παιδιού από τη μητέρα.
Όταν η μητέρα δεν εργάζεται, ο πατέρας αποτελεί το σύνδεσμο του παιδιού με την κοινωνία, προάγοντας την κοινωνικοποίησή του. Στις ελληνικές οικογένειες και γενικότερα στις μεσογειακές ανάλογους ρόλους, αλλά σε μικρότερο βαθμό, αναλαμβάνουν και η γιαγιά και ο παππούς του παιδιού.
Στις περιπτώσεις που απουσιάζει το αίσθημα ασφάλειας μπορεί να προκληθούν στο παιδί μακροχρόνιες δυσλειτουργίες.
Μια από αυτές αφορά τη ρύθμιση των μηχανισμών που σχετίζονται με τη δυνατότητά του να αντιμετωπίζει τις στρεσογόνες καταστάσεις. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ανασφαλής συσχέτιση με τον γονιό κατανέμεται άνισα στις κοινωνικές τάξεις μπορεί να αποτελεί μέρος της ερμηνείας των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία.
Η οικογένεια επιδρά και στην υγεία των ενήλικων μελών της. Η έλλειψη σχέσης εμπιστοσύνης με τους συγγενείς ή το σύντροφο σημαίνει συχνά και χειρότερη υγεία, ενώ η απουσία της οικογενειακής θαλπωρής και συγγενικής υποστήριξης αυξάνει την ευπάθεια του ατόμου, μειώνοντας κυρίως την ανοσολογική ετοιμότητα του οργανισμού.
Στη μελέτη που προαναφέρθηκε οι αυξήσεις της θνησιμότητας ήταν και στα δύο φύλα πολύ πιο σημαντικές μεταξύ των ανύπαντρων ατόμων, χωρίς οικογένεια.
Από πολλές μελέτες, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις υπό ανάπτυξη χώρες έχει διαπιστωθεί ότι τα άτομα που ζουν με σύντροφο έχουν 3-4 χρόνια μεγαλύτερο μέσο χρόνο ζωής από τα άτομα που ζουν μόνα τους. Ο θάνατος του ενός συντρόφου επιταχύνει το θάνατο του άλλου, συνήθως εξαιτίας αυξημένης συχνότητας κακοηθών νεοπλασμάτων, καρδιαγγειακών νοσημάτων και νοσημάτων που σχετίζονται με την κατανάλωση οινοπνεύματος.
Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι τα διαζευγμένα άτομα εμφανίζουν μεγαλύτερη προδιάθεση για συναισθηματικές διαταραχές. Οι αυτοκτονίες σχετίζονται άμεσα με την οικογενειακή κατάσταση. Η ζωή των παντρεμένων υπόκειται περισσότερο σε κανονιστικές ρυθμίσεις που ενισχύουν τη θέληση για ζωή, ενώ αντίθετα οι εργένηδες και οι χωρισμένοι ζουν μια πιο ‘άναρχη’ ζωή που μειώνει τη θέληση αυτή.
Την οικογενειακή ζωή μπορεί να διαταράξουν επίσης και άλλες μορφές συναισθηματικών εντάσεων και προβλημάτων, όπως αυτά που προκύπτουν από την αλλαγή κατοικίας, μια ληστεία ή μια σοβαρή αρρώστια. Οι καταστάσεις αυτές σχετίζονται περισσότερο με ορισμένες κατηγορίες νοσημάτων, όπως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα και οι μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές.
Οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία που προέρχονται από τις οικογενειακές σχέσεις έχουν αυξηθεί στη σύγχρονη εποχή. Πρώτα απ’ όλα, ασκείται μεγαλύτερη κοινωνική πίεση στην ομαλή λειτουργία του οικογενειακού θεσμού, κυρίως λόγω των σύγχρονων επαγγελματικών σχέσεων και εργασιακών συνθηκών.
Επίσης, η σημερινή οικογένεια, έτσι όπως εξελίσσεται, έχει μεγαλύτερες δυσκολίες να εκπληρώσει τις λειτουργίες της απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Παρατηρούνται περισσότερες εγκυμοσύνες στην εφηβική ηλικία, περισσότερες οικογένειες διαλύονται, αυξάνονται οι μονογονεϊκές οικογένειες, μειώνεται ο χρόνος που διαθέτουν οι γονείς για την πρωτογενή φροντίδα του παιδιού ακόμα και όταν παραμένουν μαζί του.
Στις αναπτυγμένες χώρες οι μισοί περίπου γάμοι τα τελευταία χρόνια καταλήγουν σε διαζύγιο.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}