O αυτισμός και οι συναφείς με αυτόν καταστάσεις, οι οποίες ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με τη μορφή επιδημίας και με τα αγόρια να πάσχουν συχνότερα. Αν και η πρώιμη διάγνωση και θεραπευτική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει τα αυτιστικά παιδιά να αποκτήσουν κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες, καθώς και να αυτοεξυπηρετούνται, δυστυχώς δεν υπάρχει μια ενιαία μέθοδος θεραπείας και κάθε παιδί αντιμετωπίζεται ανάλογα με την περίπτωσή του.

Ο αριθμός των αυτιστικών ατόμων έχει αυξηθεί δραματικά από τη δεκαετία του 1980 και αργότερα, και εν μέρει δικαιολογείται από τις διαγνωστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Το ερώτημα αν η πραγματική συχνότητα εμφάνισης του αυτισμού έχει αυξηθεί, παραμένει υπό έρευνα.

Ο αυτισμός κατ' άλλους θεωρείται ότι έχει γενετική βάση και κατ' άλλους οφείλεται σε περιβαντολλογικούς παράγοντες.

Οι γνώμες διίστανται σχετικά με τα περιβαλλοντικά αίτια, όπως βαρέα μέταλλα, φυτοφάρμακα ή εμβόλια παιδικής ηλικίας. Οι υποθέσεις σχετικά με τα εμβόλια στερούνται ισχυρών επιστημονικών αποδείξεων.

Η κακή αιμάτωση του εγκεφάλου και οι διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος σήμερα αποτελούν τους ισχυρότερους αιτιολογικούς παράγοντες του αυτισμού.

Διαταραχή αιμάτωσης

Αυτιστικά παιδιά κατ' επανάληψη έχει αποδειχτεί ότι έχουν ελαττωμένη εγκεφαλική αιμάτωση και κατά συνέπεια δυσλειτουργία των νευρικών κυττάρων, λόγω χαμηλής παροχής οξυγόνου.

Η κακή αιμάτωση συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου σχετίζεται με ανάλογη κλινική εικόνα, πράγμα το οποίο ενισχύει την υποξυγοναιμία ως αιτιολογικό παράγονται εκδήλωσης του αυτισμού.

Έχει βρεθεί στα αυτιστικά παιδιά ότι περιοχές του μετωπιαίου λοβού που σχετίζονται με αναγνώριση προσώπων, κοινωνικότητα και ομιλία έχουν χαμηλή αιμάτωση. Η εναπόθεση βαρέων μετάλλων στον εγκέφαλο, ιδίως στον μετωπιαίο λοβό, όπως υδραργύρου, ευθύνεται για διαταραχή της αιμάτωσης του εγκεφάλου και ελαττωμένη παροχή οξυγόνου.

Προς την κατεύθυνση αυτή στρέφονται θεραπείες με χημικές ενώσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην απομάκρυνση των βαρέων μετάλλων και τη διόρθωση των διαταραχών της οξυγόνωσης.

Η αύξηση της αιμάτωσης του εγκεφάλου μέσω της αγγειογένεσης και η μετατροπή βλαστοκυττάρων σε νευρικά κύτταρα θα μπορούσαν να βελτιώσουν ή και να εξαλείψουν την κλινική εικόνα του αυτισμού.

Διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος στον αυτισμό

Στον αυτισμό έχουν αναφερθεί βλάβες στο περιφερικό και κεντρικό νευρικό σύστημα από διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος. Οικογένειες αυτιστικών παιδιών είναι επιρρεπείς σε ασθένειες του ανοσοποιητικού.

Τα ίδια τα αυτιστικά παιδιά συχνά υποφέρουν από αυτοάνοσα νοσήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου οι οποίες απαντώνται στα αυτιστικά παιδιά και ποτέ σε αυτά με εγκεφαλική παράλυση.

Θεραπευτικές προσεγγίσεις

Πειραματικές μελέτες σε τραυματικές βλάβες του εγκεφάλου με τη χρήση βλαστοκυττάρων έδειξαν βελτίωση της κλινικής εικόνας στις περιπτώσεις άμεσης χορήγησης.

Τα τελευταία χρόνια γίνεται αξιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών και μεταφοράς τους στον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό για τη θεραπεία του αυτισμού προτείνονται οι κυτταρικές θεραπείες με χορήγηση αιμοποιητικών ή μεσεγχυματικών αρχέγονων κυττάρων.

Αυτόλογη χορήγηση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων

Η θεραπεία με αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα αποσκοπεί στη δημιουργία νέων αγγείων στις περιοχές του εγκεφάλου όπου η αιμάτωσή του είναι περιορισμένη. Θεραπευτική αγγειογένεση για διόρθωση της ισχαιμίας άκρου, μυοκαρδίου και εγκεφάλου έχει χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και επιτυχία σε ασθενείς.

Ο πλέον υποσχόμενος τρόπος θεραπείας εάν θέλουμε να προάγουμε με ασφάλεια την αγγειογένεση είναι η χορήγηση κυττάρων τα οποία εκκρίνουν αγγειογενετικούς παράγοντες και έχουν την ικανότητα να μετατραπούν σε ενδοθηλιακά κύτταρα.

Τα αιμοποιητικά αρχέγονα κύτταρα πληρούν τις ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις και έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά σε περιπτώσεις ισχαιμίας του εγκεφάλου.

Το αίμα του πλακούντα έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε πειραματικά μοντέλα ισχαιμίας και τα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα διαφοροποιούνται σε ενδοθηλιακά τα οποία έχουν την ικανότητα του πολλαπλασιασμού έως και 40 φορές συγκρινόμενα με αρχέγονα κύτταρα που προέρχονται από το μυελό των οστών.

Το αίμα του πλακούντα περιέχει δέκα φορές περισσότερα αρχέγονα ενδοθηλιακά κύτταρα σε σχέση με το μυελό των οστών.

Η συστηματική χορήγηση βλαστοκυττάρων του πλακούντα από το πειραματικό στάδιο μεταφέρθηκε σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση σε μεγάλες κλινικές μελέτες με αποτελέσματα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.

Και ενώ μέχρι σήμερα η ηλικία χορήγησης ήταν τα τρία έτη σήμερα χορηγούνται μέχρι και τα οκτώ έτη. Εφόσον στις ανωτέρω περιπτώσεις, όπου η εγκεφαλική ισχαιμία είναι ιδιαίτερα βαριά, η χορήγηση των βλαστοκυτάρων έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα, τότε στην περίπτωση του αυτισμού όπου η διαταραχή σαφώς είναι μικρότερη γιατί να μην υπάρχει ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα.

Η χορήγηση του αίματος του πλακούντα έχει ορισμένους περιορισμούς επειδή λίγα παιδιά σήμερα με αυτισμό έχουν κρυοσυντηρήσει το αίμα του πλακούντα, και επειδή ο αριθμός των αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων ίσως είναι ανεπαρκής, ιδιαίτερα σε αυξημένου σωματικού βάρους παιδιά.

Η αλλογενής χρήση ιστοσυμβατών βλαστοκυττάρων δεν ενδείκνυται λόγω του κινδύνου της οξείας ή χρόνιας απόρριψης και της ανάγκης χορήγησης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.

Η αυτόλογη χορήγηση βλαστοκυττάρων του πλακούντα θεωρείται η πλέον ασφαλής, διότι δεν απαιτείται ανοσοκαταστολή, τα κύτταρα είναι νεαρά και πλέον αποτελεσματικά σε σχέση με κύτταρα άλλων πηγών και εφόσον η χορήγηση γίνει στα πρώτα έτη μετά τη διάγνωση ο αριθμός αρκεί για το σωματικό βάρος του παιδιού.

Η προοπτική του κυτταρικού πολλαπλασιασμού με σκοπό την αύξηση του αριθμού τους και κλινική χρήση είναι σε πειραματική φάση, έχει εφαρμοστεί με την έγκριση των γονέων σε 100 παιδιά και δεν παύει να αποτελεί μια σημαντική προοπτική για το μέλλον.

Η χρήση των αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων δεν συσχετίζεται με βιοηθικούς περιορισμούς και με τη δημιουργία καρκινογένεσης, όπως συμβαίνει με τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα. Τα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα του ομφάλιου λώρου είναι ασφαλή και έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία πολλών αιματολογικών και μη ασθενειών τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος - χορήγηση μεσεγχυματικών αρχέγονων κυττάρων

Η ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος στα αυτιστικά παιδιά αποτελεί ένα άλλο είδος θεραπείας. Επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η θεραπεία της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου είτε με αντιβιοτικά, είτε με διαιτητική ρύθμιση προκαλούν πρόσκαιρη βελτίωση της κλινικής εικόνας του αυτισμού.

Η χορήγηση μεσεγχυματικών κυττάρων πιθανόν να οδηγήσει σε μακροχρόνιο αποτέλεσμα, γνωστού όντως ότι τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα έχουν ανοσορυθμιστική δράση.

Τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα ευρίσκονται στο μυελό των οστών, στο δέρμα, στο περιόστεο, στον πολφό των δοντιών και στο λιπώδη ιστό.

Ο λιπώδης ιστός περιέχει μεγάλο αριθμό μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων, αλλά και αρχέγονων ενδοθηλιακών κυττάρων, τα οποία έχουν αγγειογενετικές ιδιότητες. Είναι ο καταλληλότερος ιστός για να μας χορηγήσει ποικιλία κυττάρων και σε μεγάλο αριθμό, τα οποία σε άλλες περιπτώσεις θα έπρεπε να ληφθούν με διαφορετικές λήψεις.

Το ότι τα κύτταρα είναι αυτόλογα αυτό μας παρέχει ασφάλεια κατά τη χορήγηση, αλλά και μας απαλλάσσει από το φόβο απόρριψης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα μέχρι σήμερα γνωστά αίτια του αυτισμού, τα βλαστοκύτταρα που προέρχονται από το υλικό της λιποαναρρόφησης μπορούν να βελτιώσουν την κλινική εικόνα των αυτιστικών παιδιών.

Ο λιπώδης ιστός περιέχει μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα τα οποία αποδεδειγμένα ασκούν ανοσορυθμιστική δράση και αρχέγονα ενδοθηλιακά κύτταρα τα οποία έχουν αγγειογενετικές ιδιότητες.

Στην επιτυχία των κυτταρικών θεραπειών συμβάλλει ο αριθμός των κυττάρων που χορηγούνται στον ασθενή, καθώς και η δυνατότητα επανάληψης της θεραπείας. Ο μεγάλος αριθμός αυτόλογων κυττάρων και μάλιστα διαφορετικών τύπων σαφώς εξασφαλίζει καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Σε εφαρμογή Μνημόνιο Συνεργασίας Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας και Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης
Ο καφές και το τσάι συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου [μελέτη]
Τα αντιβιοτικά δεν συνδέονται με νοητική εξασθένηση στους ηλικιωμένους [μελέτη]