Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η υπογονιμότητα ορίζεται ως την αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτεύξει σύλληψη, έπειτα από συνεχείς σεξουαλικές επαφές χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικής μεθόδου για 24 μήνες.
Τα ποσοστά υπογονιμότητας στη χώρα μας καλπάζουν περίπου στο 20%, με τον γυναικείο παράγοντα να ευθύνεται για το 40% και με τον ανδρικό για το 30%. Το 20% αποτελεί ποσοστό για το οποίο και τα δύο φύλα παρουσιάζουν ορισμένες οργανικές αδυναμίες. Το 10% - 15% των περιπτώσεων αφορούν ανεπιτυχή τεκνοποίηση για άγνωστους, αδιευκρίνιστους, μη ιατρικώς διαγνωσμένους λόγους. Να τονιστεί, βεβαίως, ότι δεν θα πρέπει να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ της υπογονιμότητας και της στειρότητας, όπου η τελευταία συνιστά μια βιολογική αιτία.
Ο ψυχολογικός μαραθώνιος ξεκινάει για το ζευγάρι από τη διάγνωση του προβλήματος. Από εκείνο το δευτερόλεπτο, τόσο η γυναίκα όσο και ο άνδρας έρχονται αντιμέτωποι με το αίσθημα της απώλειας σε σχέση με τις προσδοκίες της ζωής. Ένας φαύλος κύκλος υπαρξιακών κρίσεων κατακλύζει το μυαλό τους, βιώνοντας έντονα την κατάρρευση της θηλυκής ταυτότητας παράλληλα με τον εσωτερικό θυμό και απογοήτευση για την αποδοτικότητα του άνδρα.
Υψηλά επίπεδα άγχους, δυσθυμίας, καταθλιπτικών επεισοδίων επηρεάζουν το ζευγάρι αρνητικά, ακόμη και κατά την θεραπεία υπογονιμότητας. Είναι μια πληγή της αυτοεκτίμησης, του εγώ, που χτυπά μία από τις πιο αρχέγονες ανάγκες της ανθρώπινης φυσιολογίας. Μάλιστα, τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται περισσότερο έντονα σε ζευγάρια των οποίων συνομήλικοι τους έχουν ήδη αποκτήσει εγγόνια, δημιουργώντας αυτομάτως μια πίεση.
Οι ενοχές και η επικοινωνία του ζευγαριού
Σε διάφορες μελέτες έχει ερευνηθεί ο ρόλος του φύλου στην ψυχολογία της υπογονιμότητας, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες φέρονται να κουβαλούν μεγαλύτερο το φορτίο της ενοχής, της ευθύνης και του συναισθηματισμού. Δεν παρατηρείται όμως να επιφέρει η διάγνωση μεταβολές στην επικοινωνία του ζευγαριού, καθώς αυτή η μεταβλητή έχει να κάνει με τις ποιότητες του ζευγαριού και την χημεία που έχουν αναπτύξει. Παρόλα αυτά, στις διεθνείς βιβλιογραφικές πηγές αναφέρεται ότι η διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης επηρεάζει σημαντικά την σεξουαλική επαφή, ευχαρίστηση και εσωτερική σύνδεση του ζευγαριού, κάτι που προβληματίζει τα δυο φύλα και ίσως διαταράσσει ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις του εαυτού τους. Σε γενικές γραμμές, η γυναίκα αντιλαμβάνεται το γεγονός περισσότερο στρεσογόνο, καλώντας τον άνδρα να αναδείξει την ενεργητικότητά του μέσα από τον υποστηρικτικό του ρόλο.
Εξωσωματική γονιμοποίηση: Επώδυνη ή και ωφέλιμη;
Η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι μια οικονομική επένδυση αλλά και το ψυχικό κόστος είναι μεγάλο. Η χορήγηση ορμονολογικών φαρμάκων, οι επαναλαμβανόμενες εξετάσεις και παρακολουθήσεις καθώς και η προγραμματισμένη σεξουαλική επαφή υπό συγκεκριμένες συνθήκες εξουθενώνουν το ζευγάρι.
Από την άλλη όψη του νομίσματος, αξίζει να σημειωθεί πως έπειτα από χρόνια προσπάθειας αποτυχημένης εξωσωματικής, ένα ποσοστό ζευγαριών δοκιμαζόμενα μαζί στα δύσκολα και με κοινό στόχο, ενδυνάμωσαν την σχέση τους και ανακάλυψαν τη θετική έκβαση αυτής της πρόκλησης. Είναι μια πρόκληση που αναπόφευκτα δοκιμάζει τις αντοχές του ζευγαριού, την υπομονή, τις σκέψεις απέναντι στις αποτυχημένες προσπάθειες, που ανεξαρτήτως του αποτελέσματος το ζευγάρι καταλήγει πιο δυνατό και ανθεκτικό.
Φεύγοντας, όμως, από την σφαίρα των οργανικών δυσλειτουργιών της υπογονιμότητας, αναρωτιόμαστε τι υποβόσκει πίσω από την άρνηση για κυοφορία στο γυναικείο σώμα και γιατί αυτά τα περιστατικά παραμελούνται και παραμένουν ανεξήγητα στο έλεος των ιατρικών παρεμβάσεων;
Τα επιστημονικά δεδομένα της ψυχογενούς υπογονιμότητας
Εκεί που η ιατρική σηκώνει τα χέρια ψηλά, η ψυχή έρχεται να εξομολογηθεί τα πάθη της. Η αποκωδικοποίηση του ψυχολογικού προφίλ των υπογόνιμων γυναικών όσο και των ανδρών είναι ένα σύγχρονο ερευνητικό εγχείρημα, καθώς μόλις τα τελευταία 30 χρόνια οι επαγγελματίες υγείας ξεκίνησαν να πείθονται για τους ενδόμυχους ψυχολογικούς παράγοντες που συμβάλουν στην υπογονιμότητα.
Στα περιστατικά ανεξήγητης υπογονιμότητας, οι δυσλειτουργίες της γυναίκας υπάρχουν, όμως δεν ανιχνεύονται από τις σημερινές μεθόδους. Αυτή η συνθήκη λοιπόν θεωρήθηκε ως το ανυπέρθετο αποτέλεσμα της συναισθηματικής διαμάχης που βιώνει εσωτερικά το άτομο περί της θηλυκότητας ή αρρενωπότητας που το διέπει, είτε της συγκρουσιακής ή διχασμένης σχέσης με την μητέρα.
Άνδρες και γυναίκες βιώνουν εξίσου ψυχοσεξουαλικές δυσπροσαρμοστικές καταστάσεις στην ικανότητά τους να συλλάβουν. Με το πλεονέκτημα που μας παρέχει η νευροψυχολογία και η ανοσολογία, πρόσφατες έρευνες ανέδειξαν τη συσχέτιση της ψυχικής δυσφορίας με τον αναπαραγωγικό περιορισμό. Η ψυχική δυσφορία παρουσιάζεται σε ποικίλα επίπεδα και μορφές. Τα στοιχεία αναφέρουν ότι οι γυναίκες με έντονο συσσωρευμένο άγχος, κατάθλιψη, τάσεις θυμού, καταπίεση συναισθημάτων και ειδικές φοβίες απέναντι στην εγκυμοσύνη, βρίσκονται σε υψηλό ρίσκο υπογονιμότητας.
Η αίσθηση της προσωπικής αποτυχίας, ο ενοχικός ιδεασμός και το ψυχικό τραύμα είναι επιπρόσθετα ψυχολογικά στοιχεία τα οποία δύνανται να ‘μπλοκάρουν’ την γυναίκα στην περίοδο τεκνοποίησης.
Οι πεποιθήσεις που κουβαλάμε από τη σχέση με τη μητέρα μας...
Συμπληρωματικά, οι ποιότητες του ψυχικού δεσμού με την μητέρα κατά τα παιδικά χρόνια, έχουν άμεση επίδραση στα συμπεριφορικά μοτίβα των ατόμων στην ενήλικη ζωή. Οι ενήλικες που ανατράφηκαν με μια αποφευκτική/αγχώδη προσκόλληση φέρνουν μεγαλύτερη ευαλωτότητα στην εμφάνιση κατάθλιψης και άγχους. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες με αυτού του τύπου την προσκόλληση, έχουν περισσότερες συνθήκες να εμπλακούν σε ανεπιθύμητες αλλά συναινετικές παρόλα αυτά σεξουαλικές εμπειρίες συγκριτικά με τους ενήλικες που είχαν μια ασφαλή προσκόλληση. Οι γυναίκες που είχαν διάγνωση υπογονιμότητας δίχως βιολογικά αίτια, έτειναν να δηλώνουν αποφευκτικό δεσμό με την μητέρα τους. Άρα, θα λέγαμε πως τα άτομα με αποφευκτικό και αγχώδη δεσμό με την μητέρα τους τείνουν να εμπλέκονται σε διαπροσωπικές σχέσεις με φτωχές ποιότητες, με παρορμήσεις, με σκοπό την επιβεβαίωση που δεν έλαβαν από την πιο ερωτική φιγούρα της ζωής τους, που στα παιδικά χρόνια είναι φυσικά η μητέρα.
Η γυναίκα θα πρέπει να είναι αυθεντική και να αφεθεί στην σεξουαλική σχέση και επαφή, και η ένωση με τον άνδρα θα πρέπει να είναι αυθόρμητη και κορυφαία ώστε η σύλληψη και η εγκυμοσύνη να έρθει σαν σφραγίδα που θα γράφει ‘τώρα θα είμαστε μαζί με το μωρό μας’. Επομένως, τα δείγματα υπογόνιμων γυναικών φαίνεται να υπονοούν μια ακατάλληλη επιλογή συντρόφου για την επίτευξη εγκυμοσύνης, ορμώμενες από επιπολαιότητα, ανασφάλεια, ζήλια, φόβο εγκατάλειψης και απόρριψης, επιβεβαιώνοντας ακριβώς την σχέση του κοριτσιού με την μαμά του.
Η αυτοεκτίμηση και η σχέση με τον άνδρα
Μία αξιόλογη έρευνα που διεξάχθηκε το 2014, δημοσιευμένη στο Industrial Psychiatry Journal, επιχείρησε να συγκρίνει δείγματα γόνιμων και υπογόνιμων γυναικών, βασισμένη στα προαναφερθέντα στοιχεία.
Το πόρισμα ανέδειξε ότι οι υπογόνιμες γυναίκες διακρίνονταν από μια δυσφορία και δυσανασχέτηση στο να δεθούν συναισθηματικά με έναν άνδρα, σε σύγκριση με τις γόνιμες γυναίκες που δήλωσαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και οικειότητα με το άλλο φύλο. Οι υπογόνιμες γυναίκες παρουσίαζαν αισθήματα ανεπάρκειας, αναβλητικότητα, καθώς η μεγαλύτερη ενασχόληση με τις σχέσεις τους υπήρξαε ουσιαστικά αποτέλεσμα μιας εξαρτητικής ανάγκης, κυνηγώντας πολλές φορές την υποστήριξη και την αποδοχή του περίγυρου.
Από την άλλη πλευρά, οι γόνιμες γυναίκες πέρα από την αυτοπεποίθεση παρουσίασαν και πιο θετική αντίληψη για το σώμα τους. Τείνουν να νιώθουν ασφάλεια και σιγουριά στις σχέσεις τους καθώς το συστατικό της εμπιστοσύνης αποτελεί την τέλεια συνταγή για μια θερμή επικοινωνία όπου τα προβλήματα και οι δυσκολίες αντιμετωπίζονται από κοινού. Αυτό εξηγείται μέσα από το θετικό γονεικό πρότυπο που έχουν λάβει όπως αποδείχθηκε στην εν λόγω έρευνα συγκριτικά με τις υπογόνιμες γυναίκες, που δήλωσαν ανασφαλή δεσμό με τους γονείς. Έτσι, τα αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό και την εικόνα τους που κατακλύζουν τις γυναίκες αυτές προεκτείνονται και στην επένδυσή τους στους άλλους.
Η αμοιβαία επικοινωνία, η άνεση, η χημεία του ζευγαριού, η εμπιστοσύνη, η αγάπη και το απόλυτο δόσιμο στο αντικείμενο του πόθου, φαίνεται να υπερβαίνουν τη βιολογική συμβατότητα των αρσενικών και θηλυκών γονάδων.
Ο ναρκισσισμός: Ένας εσωτερικός ανταγωνισμός
Η εν λόγο μελέτη έρχεται να φέρει μεγαλύτερη διορατικότητα στο ψυχογενές αποτύπωμα της γονιμότητας, αποδεικνύοντας ότι οι υπογόνιμες γυναίκες επιδεικνύουν έναν υπέρμετρο ναρκισσιστικό χαρακτήρα, ο οποίος λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός.
Η αίσθηση του ότι είναι ανεπαρκείς, αποσιωπάται και καλύπτεται από μία προβολή εξουσίας, ισχυρού ανταγωνισμού, συμπεριφορών που μοιάζουν με επίδειξη πραγμάτων, συμφεροντολογικών κινήτρων και πεποιθήσεων ότι αξίζουν και έχουν δικαιώματα περισσότερα από τα ρεαλιστικά. Αποσπώντας την έλξη και την προσοχή των άλλων κερδίζουν μια θέση στο κοινωνικό σύνολο, ψάχνοντας ουσιαστικά για ένα καταφύγιο.
Οι υπογόνιμες γυναίκες αδυνατούν να ελέγξουν την ανικανότητα στο να εισέλθουν στον κόσμο της μητρότητας. Δεν χαρακτηρίζονται από την δεξιότητα να θέσουν ισορροπίες ανάμεσα στις προσωπικές ελλείψεις και τους άλλους, διότι ο ναρκισσισμός στριμώχνει τη γυναίκα αποκλειστικά στο να ανταγωνίζεται τους άλλους. Έτσι, παραμελεί το βασικό της πρόβλημα, παρόλο που την πονά βαθιά. Η ντροπή που αισθάνεται η υπογόνιμη γυναίκα για το ότι η αδυναμία να αποκτήσει ένα παιδί δεσμεύει τόσο την ίδια όσο και το ταίρι της από το να ονειρεύεται, να ελπίζει και να έχει ένα όραμα, την οδηγεί ακόμη περισσότερο στην πεποίθεση του ότι ‘εγώ αξίζω περισσότερα’. Αυτό εγκυμονεί και τον κίνδυνο να προκληθούν σκηνές εξεζητημένης ζήλιας και επιθετικότητας προς τον άνδρα, κάτι το οποίο άτομα με υψηλό ναρκισσισμό το συνηθίζουν, και δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μια προβολή, που θυμίζει για ακόμη μια φορά την ανεπαρκή και αποφευκτική μητέρα. Ως αποτέλεσμα τέτοιων περιστατικών, συνήθως η γυναίκα καταλήγει απομονωμένη και ψυχικά συντετριμένη που δεν κέρδισε αυτό που ήθελε.
Σε γενικές γραμμές, οι υπογόνιμες γυναίκες όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, κινούνται σε έναν άξονα ψυχικά ανθυγιεινών αμυντικών μηχανισμών. Μπορεί οι αμυντικοί μηχανισμοί να παίζουν το ρόλο του προστάτη απέναντι στο τραύμα και το στρες που έχει βιώσει το άτομο, αλλά δυσχεραίνουν βαθύτατα τις διαπροσωπικές σχέσεις και την σχέση με τον εαυτό. Τέτοιες έρευνες, λοιπόν, διαφωτίζουν αυτό που δεν μπορούμε να δούμε με καθαρά μάτια στο σώμα ενός ανθρώπου. Έτσι, αποκομίζουμε ενθαρρυντικά δεδομένα για την ψυχολογική θεραπευτική προσέγγιση που μπορούμε να διαμορφώσουμε στα υπογόνιμα ζευγάρια, ώστε με μια ολιστική στρατηγική να τα απαλύνουμε από τις πληγές τους και να απελευθερωθούν.
Το ‘μητρικό φίλτρο’ μπορεί να ξυπνήσει αν κοιτάξεις μέσα σου…
Η ψυχογενής υπογονιμότητα, η οποία εκδηλώνεται στο 15 % των περιπτώσεων συνιστά ένα σύγχρονο εύρημα που με την αντίστοιχη παρέμβαση εκατοντάδες γυναίκες και άνδρες ίσως και να γλίτωναν την ψυχοφθόρα διαδικασία υποβοηθούμενης γονιμοποίησης. Το πεδίο όμως αυτό παραμένει ομιχλώδες. Η γυναίκα θα πρέπει να έχει τη διάθεση και τον χρόνο να μιλήσει με τα συναισθήματά της, αυτά που της φαίνονται παράλογα και εκείνα που προσπαθεί να αποφύγει.
Κοιτώντας μόνο έξω ονειρευόμενη ένα παιδί, δεν θα μπορέσει να κοιτάξει μέσα της για να αφυπνίσει το μητρικό της ‘φίλτρο’. Η υπογονιμότητα ίσως να μην επιλέχθηκε από την ίδια, απλά να της συνέβη. Ακόμη και αν αυτό είναι μια εσωτερική κρίση με τον εαυτό μας άσχετη με την θέληση για την απόκτηση ενός παιδιού, δεν παύει να υπάρχει μια ψυχή από πίσω που λέει ‘όχι’, που αρνείται, που φοβάται και αντιδρώντας κάτι θέλει να μας πει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μπέγκουμ, Β. Ν., & Χασάν, Σ. (2014). Ψυχολογικά προβλήματα μεταξύ των γυναικών με πρόβλημα υπογονιμότητας: μια συγκριτική μελέτη. J Πακ Μεντ Ασόκ, 64(11), 1287-91.
Poddar S, Sanyal N, Mukherjee U. Ψυχολογικό προφίλ γυναικών με στειρότητα: Μια συγκριτική μελέτη. Ind Ψυχιατρική J. 2014 Jul-Dec;23(2):117-26.
Podolska MZ, Bidzan M. Infertility as a psychological problem. Ginekol Pol. 2011 Jan;82(1):44-9.
Zare Z, Golmakani N, Amirian M. Σύγκριση σεξουαλικών προβλημάτων σε γόνιμα και στείρα ζευγάρια. J Φροντίδα Sci. 2017 Σεπ 1;6(3):269-279.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}