Η υψηλή αρτηριακή πίεση δεν βλάπτει τον εγκέφαλο το ίδιο έντονα παντού. Στην επιθεώρηση European Heart Journal, ομάδα ερευνητών ταυτοποιεί και εντοπίζει ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου των οποίων η βλάβη θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τις γνωστικές διαταραχές που είναι συνέπεια της μακροχρόνιας υπέρτασης.
Οι αρνητικές επιπτώσεις προέρχονταν κυρίως από τη συστολική αρτηριακή πίεση και την πίεση του σφυγμού.
Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την άνοια. Αυτό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι σε κλινικές μελέτες για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης με τη χορήγηση φαρμάκων, παρατηρήθηκε μικρή μείωση της συχνότητας εμφάνισης νέων γνωστικών διαταραχών και άνοιας μετά από λίγα μόνο χρόνια.
Οι συνέπειες μιας μακροχρόνιας υψηλής αρτηριακής πίεσης είναι επίσης ορατές στην απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI). Οι ακτινολόγοι είναι εξοικειωμένοι με τις "υπερπυκνώσεις της λευκής ουσίας" στη λευκή ουσία του εγκεφάλου, αλλά αυτές είναι μόνο ένα πρόχειρο μέτρο. Σε μεγάλες μελέτες κοόρτης, η υπέρταση σχετίζεται με άλλες λεπτές αλλαγές.
Μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Tomasz Guzik από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ανέλυσε και αξιολόγησε δεδομένα από περισσότερους από 30.000 συμμετέχοντες που υποβλήθηκαν σε μαγνητικές τομογραφίες στο πλαίσιο της βρετανικής βιοτράπεζας και 2 άλλων διεθνών μελετών κοόρτης. Χρησιμοποιήθηκαν οι λεγόμενες Μεντελιανές τυχαιοποιήσεις για να εξεταστεί η σχέση της μαγνητικής τομογραφίας με τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης των συμμετεχόντων και τις γνωστικές επιδόσεις.
Η Μεντελιανή τυχαιοποίηση χρησιμοποιεί μια γενετική βαθμολογία κινδύνου για την αρτηριακή πίεση αντί για τις τρέχουσες τιμές της αρτηριακής πίεσης. Αυτό γίνεται για να ελαχιστοποιηθούν οι συγχυτικές επιδράσεις από άλλους παράγοντες και να διασφαλιστεί ότι η αρτηριακή πίεση είναι πράγματι υπεύθυνη για τις αλλαγές.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αυξημένη αρτηριακή πίεση σε 9 περιοχές του εγκεφάλου οδήγησε σε αλλαγές στη μαγνητική τομογραφία που σχετίζονταν επίσης με χειρότερη γνωστική λειτουργία. Αυτές περιελάμβαναν το putamen, το οποίο βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου και είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση της κίνησης αλλά επηρεάζει επίσης και την ικανότητα μάθησης.
Άλλες περιοχές που επηρεάστηκαν, περιελάμβαναν την πρόσθια θαλαμική ακτινοβολία (radiatio thalami), η οποία δημιουργεί συνδέσεις με τον ισόπλευρο εγκεφαλικό φλοιό. Δεύτερον, η corona radiata, μια ευρεία ομάδα νευρικών ινών που συνδέει βαθύτερα τμήματα του εγκεφάλου με τον φλοιό σαν φωτοστέφανο ακτίνων. Επίσης, εμπλέκεται το πρόσθιο τμήμα της capsula interna, το οποίο επίσης τραβά προς τον φλοιό.
Η πρόσθια θαλαμική ακτινοβολία εμπλέκεται και συμμετέχει σε εκτελεστικές λειτουργίες, όπως ο σχεδιασμός απλών και σύνθετων καθημερινών εργασιών, ενώ οι άλλες δύο περιοχές επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων και τη διαχείριση των συναισθημάτων.
Οι αλλαγές στις εικόνες της μαγνητικής τομογραφίας συσχετίστηκαν με τα αποτελέσματα στα γνωστικά τεστ, πράγμα που υπογραμμίζει ρητώς τη συνάφεια. Έτσι, θα μπορούσε να ισχύει το εξής, ότι η μακροχρόνια μη θεραπευόμενη υπέρταση βλάπτει περιοχές του εγκεφάλου που χρειάζονται οι άνθρωποι για γνωστικά καθήκοντα.
Από καρδιολογικής άποψης, είναι ενδιαφέρον ότι οι ισχυρότερες συσχετίσεις αφορούσαν την συστολική αρτηριακή πίεση. Υπήρξε επίσης σημαντική συσχέτιση με τη πίεση από τους σφυγμούς, η οποία είναι η διαφορά μεταξύ της συστολικής και της διαστολικής τιμής.
Αντίθετα, το επίπεδο της διαστολικής πίεσης δεν είχε καμία αρνητική επίδραση στις μετέπειτα γνωστικές επιδόσεις.
Τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν μια υπόθεση σύμφωνα με την οποία είναι κυρίως οι έντονες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης με κάθε καρδιακό παλμό (παλμικότητα) που έχουν αρνητική επίδραση στον εγκέφαλο.
Πηγές:
European Heart Journal
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}