Τα Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου (ΙΦΝΕ), τα οποία περιλαμβάνουν τη νόσο του Crohn και την Ελκώδη Κολίτιδα, αποτελούν χρόνιες παθήσεις του πεπτικού σωλήνα με κλινικές προεκτάσεις και εκτός σωλήνα (εξωεντερικές εκδηλώσεις) σε ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών.
«Η ακριβής αιτιοπαθογένεια των ΙΦΝΕ δεν είναι γνωστή. Η τρέχουσα παθοφυσιολογική θεωρία υποστηρίζει ότι τα νοσήματα αυτά εμφανίζονται σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα, τα οποία παρουσιάζουν μια παράδοξη αντίδραση του ανοσοποιητικού τους συστήματος σε μικροβιακά στελέχη της φυσιολογικής εντερικής χλωρίδας συνήθως υπό την επίδραση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων», επισημαίνει στο iatronet.gr o κ. Κωνσταντίνος Καρμίρης, Γαστρεντερολόγος, Διευθυντής Ε.Σ.Υ, Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου «Βενιζέλειο», Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου* και προσθέτει:
«Η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, περιβαλλοντικοί ρύποι, το κάπνισμα, το έντονο stress, οι συχνές λοιμώξεις και η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών ιδιαίτερα στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία έχουν ενοχοποιηθεί ως επιβαρυντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες για την εμφάνιση των ΙΦΝΕ. Αντίθετα η κατανάλωση φυτικών ινών, ο θηλασμός, η πρόσληψη βιταμίνης D και η επαφή με κατοικίδια ζώα ειδικά στην παιδική ηλικία φαίνεται να δρουν προστατευτικά. Τα ΙΦΝΕ προσβάλλουν κυρίως άτομα ηλικίας < 50 ετών, δηλαδή κοινωνικά και επαγγελματικά ενεργούς πολίτες ενώ τα τελευταία 10-15 έτη έχει παρατηρηθεί μια χαρακτηριστική αύξηση των νέων περιπτώσεων στον παιδιατρικό πληθυσμό».
Τα ΙΦΝΕ μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ο γαστρεντερολόγος είναι ο ειδικός για τη διαχείρισή τους
Τα ΙΦΝΕ ανήκουν στην κατηγορία των αυτοανόσων (ανοσοεπαγόμενων) νοσημάτων και επομένως πρόκειται για κλινικές οντότητες που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα διαθέσιμα μέσα σε τέτοιο βαθμό, που να εξασφαλίζεται μια φυσιολογική καθημερινότητα. Στη διάγνωση των νοσημάτων αυτών, κεντρικό ρόλο έχει ο Γαστρεντερολόγος αφού η εξέταση εκλογής είναι η κολονοσκόπηση με την λήψη ιστολογικών δειγμάτων για επιβεβαίωση της διάγνωσης συνεπικουρούμενα από εργαστηριακές, απεικονιστικές και συμπληρωματικές ενδοσκοπικές εξετάσεις, όπως η γαστροσκόπηση και η χρήση ασύρματης ενδοσκοπικής κάψουλας.
Η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση είναι μείζονος σημασίας για την αποφυγή μακροχρόνιων και/ή μη αναστρέψιμων επιπλοκών
Η φυσική πορεία των ΙΦΝΕ έχει δείξει ότι στην πλειονότητα των ασθενών τα νοσήματα αυτά διατηρούν στην πρώιμή τους φάση ένα profile, στο οποίο κυριαρχούν τα φλεγμονώδη στοιχεία και εξελισσόμενα μέσα στο χρόνο μεταπίπτουν σε δυσμενέστερες μορφές όπου επικρατούν οι στενώσεις και η εμφάνιση συριγγίων στον εντερικό αυλό. Επομένως, τόσο η έγκαιρη διάγνωση όσο και η δίχως καθυστέρηση έναρξη της κατάλληλης θεραπείας συμβάλλουν στην αποφυγή εμφάνισης μη αναστρέψιμων επιπλοκών.
Ο ενδελεχής έλεγχος και η συστηματική παρακολούθηση αποτελούν σημαντικούς άξονες για την επιτυχημένη διαχείριση των ΙΦΝΕ
Στη διαχείριση των ΙΦΝΕ, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες ανοσοεπαγόμενες παθήσεις, σημαντικό ρόλο παίζει η άριστη σχέση ιατρού – ασθενούς. Συγκεκριμένα, με τη διάγνωση ξεκινάει μια μακροχρόνια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ του ασθενούς και του θεράποντος ιατρού/παραϊατρικού προσωπικού. Η ομαλή εξέλιξη της σχέσης αυτής επιτρέπει την ορθή και συστηματική παρακολούθηση από την πλευρά του ιατρού και την τήρηση του χρονοδιαγράμματος επισκέψεων και οδηγιών από την πλευρά του ασθενούς. Ο ιατρός και το παραϊατρικό προσωπικό που παρακολουθούν ασθενείς με χρόνια νοσήματα όπως τα ΙΦΝΕ οφείλουν να είναι εύκολα προσβάσιμοι και πρόθυμοι να ακούσουν τον ασθενή και να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν. Οι ασθενείς από την πλευρά τους οφείλουν να αντιληφθούν ότι απαιτείται πειθαρχία στο πρόγραμμα παρακολούθησης και συνέπεια στην τήρηση των ιατρικών οδηγιών ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος υποτροπών.
Ποια είναι τα τελευταία νέα για τις διαθέσιμες θεραπείες;
Οι θεραπευτικές επιλογές των ΙΦΝΕ ήταν πολύ περιορισμένες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ενώ σημαντικό ποσοστό ασθενών οδηγούνταν στο χειρουργείο λόγω συχνών υποτροπών της νόσου και επιπλοκών αυτής. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, συντελέστηκε μια επανάσταση στη θεραπεία των ΙΦΝΕ αλλά και άλλων ανοσοεπαγόμενων νοσημάτων (ρευματολογικά, δερματολογικά) με την ανακάλυψη του πρώτου βιολογικού παράγοντα που στρεφόταν έναντι του παράγοντα νέκρωσης του όγκου α (anti-TNFα), ενός μορίου με κεντρικό ρόλο στη γένεση και εξέλιξη της φλεγμονής. Έκτοτε, η ερευνητική κοινότητα έχει ανακαλύψει πλειάδα φαρμακευτικών ουσιών με εξειδικευμένο μηχανισμό δράσης, κάθε μια από τις οποίες μπλοκάρει κάποιο ειδικό μονοπάτι στο πεδίο μάχης της χρόνιας φλεγμονής.
Τα φάρμακα αυτά ανήκουν είτε στην οικογένεια των βιολογικών παραγόντων είτε σε αυτή των μικρών μορίων, με τα τελευταία να διατηρούν χαρακτηριστικά ακόμα φιλικότερα προς τον ασθενή αφού κυκλοφορούν υπό μορφή δισκίων σε σχέση με τους βιολογικούς παράγοντες που χορηγούνται είτε με ενδοφλέβια είτε με υποδόρια σκευάσματα. Το ερευνητικό ενδιαφέρον για τα νοσήματα αυτά είναι μάλιστα ζωηρό με κλινικές μελέτες νέων μορίων με καινοτόμους μηχανισμούς δράσης να βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη. Σημαντικές εξελίξεις έχουν υπάρξει φυσικά και στο πεδίο της Χειρουργικής με κεντρικό γνώμονα την ελάχιστα επεμβατική παρέμβαση με περιορισμό των εκτομών εντέρου και την επικράτηση των λαπαροσκοπικών προσεγγίσεων.
Η επίτευξη φιλόδοξων θεραπευτικών στόχων στα ΙΦΝΕ είναι εφικτή
Η στόχευση των θεραπόντων ιατρών ήταν η ανακούφιση του ασθενούς από τα συμπτώματα έως πριν από λίγα χρόνια. Οι εξελίξεις ωστόσο τόσο της φαρμακευτικής όσο και της χειρουργικής προσέγγισης των ΙΦΝΕ επέτρεψε στην ιατρική κοινότητα να θέσει επιπρόσθετους πιο απαιτητικούς στόχους όπως η απουσία βλαβών στο εσωτερικό του εντέρου (βλεννογόνο) κατά την κολονοσκόπηση, η ομαλοποίηση των εργαστηριακών εξετάσεων και κυρίως των δεικτών που καταδεικνύουν την παρουσία φλεγμονής, η απουσία ευρημάτων συμβατών με ενεργό νόσο στις απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία) και πρωτίστως η διατήρηση μιας φυσιολογικής καθημερινότητας με συμμετοχή στις κοινωνικές και οικογενειακές δραστηριότητες και διατήρηση ενός σταθερού προγράμματος στο χώρο εργασίας. Η επίτευξη των στόχων αυτών οδηγεί τελικά στη μακροχρόνια ύφεση των ΙΦΝΕ χωρίς την παρουσία συμβαμάτων, που οδηγούν σε δυσανεξία.
Σχετικά με την ΕΟΜΙΦΝΕ:
Η Ελληνική Ομάδα Μελέτης Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου (ΕΟΜΙΦΝΕ) είναι ένα ιατρικό σωματείο αποτελούμενο από επιστήμονες υγείας που ασχολούνται με τα Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου (Ελκώδης Κολίτιδα & Νόσος του Crohn). Το έργο της ΕΟΜΙΦΝΕ εκτείνεται πέρα από την παροχή βασικών ιατρικών υπηρεσιών, καθώς ασχολείται επίσης με την πρόληψη ασθενειών, τη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων και ενημερώσεων για την υγεία. Ιδρύθηκε το 2001 και έχει πραγματοποιήσει ποικίλες δράσεις που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία και την ευημερία της κοινότητας, όπως η χρηματοδότηση ερευνητικών πρωτοκόλλων, η οργάνωση ενημερωτικών δραστηριοτήτων, η υποστήριξη των ασθενών και η παρέμβαση στα θεσμικά όργανα για θέματα που αφορούν τα ΙΦΝΕ. Αυτές οι δράσεις αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα του πολύπλοκου έργου που επιτελεί η ΕΟΜΙΦΝΕ για την προαγωγή της υγείας και της φροντίδας στην κοινότητα. Ανακαλύψτε περισσότερα εδώ.
Με την ευγενική υποστήριξη της Janssen Ελλάδος.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}