Εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη επέμβαση, το 1954, η μεταμόσχευση νεφρού από ζώντα δότη αποτελεί αποδεδειγμένα την ιδανική θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με Χρόνια Νεφρική Νόσο Τελικού Σταδίου, παρέχοντας αυξημένη επιβίωση και καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς. Το 1/3 των μεταμοσχεύσεων νεφρού παγκοσμίως σήμερα γίνεται από ζώντα δότη, ενώ μεγάλες, μακροχρόνιες και υψηλής ποιότητας μελέτες την τελευταία δεκαετία παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες και δεδομένα.
Στην εναρκτήρια συνεδρία του 22ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Μεταμοσχεύσεων, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, ειδικοί επιστήμονες προσέγγισαν τις μεταμοσχεύσεις νεφρού από την οπτική γωνία του ζώντα δότη που υποβάλλεται σε νεφρεκτομή και δίνει ένα δικό του ζωτικό όργανο προκειμένου να προσφέρει ζωή σε άλλον, συχνά συγγενή πρώτου βαθμού.
Η υγεία του δότη πριν και μετά τη μεταμόσχευση
Όπως ανέφερε η νεφρολόγος, επιμελήτρια α' στη Νεφρολογική Κλινική του Λαϊκού Νοσοκομείου Αθηνών, Χριστίνα Μελεξοπούλου, μεγάλη μετανάλυση 52 μελετών από 17 χώρες σε δεκάδες χιλιάδες ζώντες δότες κατέδειξε ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διαφορές στον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας νεφρικής νόσου και μιας σειράς άλλων ασθενειών στον δότη πριν και μετά τη δωρεά, με εξαίρεση τις επιπλοκές κύησης.
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τη χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου (ΧΝΝΤΣ), αμερικανική μελέτη του 2014 στις ΗΠΑ έδειξε ότι οι 99 από τους 96.217 δότες εμφάνισαν ΧΝΝΤΣ, ενώ σε νορβηγική μελέτη του ίδιου έτους εμφάνισαν 9 στους 1.900.
"Ο υπολογιζόμενος κίνδυνος ήταν 0,9%, μεγαλύτερος από το 0,14% του της ομάδας ελέγχου, δηλαδή των πολύ υγιών μη δοτών, αλλά πολύ πιο χαμηλός από τον κίνδυνο του γενικού πληθυσμού που είναι 3%", τόνισε η κ. Μελεξοπούλου, προσθέτοντας πως ειδικές εφαρμογές μπορούν να εκτιμήσουν τον κίνδυνο, με βάση διάφορες παραμέτρους.
Σε ό,τι αφορά την υπέρταση, παρά τις αντικρουόμενες αναφορές σε παλιότερες μελέτες, οι μεταναλύσεις σε μεγάλο αριθμό ζώντων δοτών δείχνουν ότι δεν υπάρχει διαφορά στην αρτηριακή πίεση πριν και μετά τη δωρεά.
Παρομοίως, οι 7 νεότερες μελέτες από 6 χώρες που εξέτασαν την θνητότητα από κάθε αιτία των δοτών μοσχευμάτων νεφρού, αποφάνθηκαν πως είναι είτε μειωμένη, είτε δεν έχει καμία διαφορά σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Στον αντίποδα, τα ευρήματα μελετών δείχνουν αύξηση του κινδύνου υπέρτασης και προεκλαμψίας στη διάρκεια της κύησης σε δότριες νεφρού. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος υπέρτασης στην κύηση προ δωρεάς είναι 1% ως 9% και μετά τη δωρεά αυξάνεται 4% ως 12%, ενώ ο κίνδυνος προεκλαμψίας από 1% ως 3% πριν τη δωρεά φτάνει στο 4% ως 10%. "Επομένως, όταν έχουμε υποψήφια δότρια σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να ενημερώνουμε για την αύξηση του κινδύνου σε ενδεχόμενη κύηση, η οποία θα πρέπει να θεωρείται υψηλού κινδύνου", σημείωσε η κ. Μελεξοπούλου.
Σε ό,τι αφορά τις συννοσηρότητες, η υπέρταση που ελέγχεται με 1 ή δύο φάρμακα και χωρίς βλάβη στο όργανο στόχο δεν αποτελεί αντένδειξη για δωρεά νεφρού. Αντίθετα, αποτελεί η αντένδειξη ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, αλλά και τύπου 2 με κάποιες εξαιρέσεις, καθώς και η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη. Επίσης, αντένδειξη αποτελεί συνήθως η παχυσαρκία με ΒΜΙ πάνω από 35, ενώ στο 30-35 γίνεται εξατομίκευση.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση δότη
Αναφορικά με την πιθανή επίπτωση στην ψυχική υγεία του δότη, όπως είπε η επίκουρη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο ΑΠΘ, Χριστίνα Παπαχρήστου, σε γενικές γραμμές οι δότες έχουν καλή ψυχική κατάσταση πριν και μετά τη δωρεά. "Η πλειοψηφία αναφέρει ικανοποίηση από τη δωρεά και πολλοί απ΄ αυτούς αναφέρουν αισθήματα ψυχικής ανύψωσης, αύξησης αυτοεκτίμησης, ηθικής ικανοποίησης και συνολικά δεν μετανιώνουν τη δωρεά", σημείωσε, προσθέτοντας, ωστόσο, πως οι μελέτες εντοπίζουν και μειωμένα επίπεδα ψυχικής λειτουργικότητας, σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 1% ως 25%.
Προβλεπτικοί παράγοντες για ψυχικές δυσκολίες, σύμφωνα με την ίδια, είναι, μεταξύ άλλων οι μετεγχειρητικές επιπλοκές σε δότη ή λήπτη και η επανανοσηλεία, η απόρριψη μοσχεύματος, το ψυχιατρικό ιστορικό, υψηλές προσδοκίες για προσωπικά οφέλη που δεν επαληθεύονται, έλλειψη κοινωνικής στήριξης, κόπωση προεγχειρητικά κ.ά.
Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει ο τύπος της σχέσης δότη - λήπτη: "Οι γονείς δότες δείχνουν μεγαλύτερα ποσοστά ψυχολογικής επιβάρυνσης μετεγχειρητικά απ΄ ότι για παράδειγμα τα αδέλφια. Αυτό έχει να κάνει με το ότι οι γονείς είναι συνήθως και οι φροντιστές των παιδιών τους και ότι έχουν να εκπληρώσουν πολλαπλούς ρόλους", επεσήμανε η κ. Παπαχρήστου.
Η συγκατάθεση του δότη
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεφρολογίας στο ΕΚΠΑ, Σμαράγδα Μαρινάκη, αναφέρθηκε στη συγκατάθεση του ζώντα δότη νεφρικού μοσχεύματος, κατόπιν ενημέρωσης, η οποία όπως είπε είναι μια υποχρέωση κοινωνική, ηθική, νομική και ιατρική.
Σε μεγάλη πανευρωπαϊκή μελέτη, με 392 νεφρολόγους, χειρουργούς και συντονιστές μεταμοσχεύσεων από 17 χώρες, καταδείχτηκαν σημαντικές δυσκολίες στην ενημέρωση των δοτών αναφορικά με τον απόλυτο και σχετικό κίνδυνο της δωρεάς.
Όπως είπε η κ. Μαρινάκη, η αρχική προσέγγιση του ζώντα δότη γίνεται από τον θεράποντα νεφρολόγο μέσω του λήπτη, που ενημερώνεται για τις θεραπευτικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμόσχευσης και ερωτάται αν μπορεί να σκεφτεί κάποιο άτομο από το στενό του περιβάλλον που θα μπορούσε να γίνει δωρητής.
Κατόπιν, ο υποψήφιος δότης ενημερώνεται με κάθε λεπτομέρεια σε κατάλληλο χώρο του μεταμοσχευτικού κέντρου, σε τουλάχιστον 4 με 5 επισκέψεις, που γίνονται σε διάρκεια κατ΄ ελάχιστο 1 με 2 μηνών και δίνει τη συγκατάθεσή του, την οποία έχει το δικαίωμα να αποσύρει οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και στο χειρουργείο.
"Οι δότες είναι συγκινητικοί, πραγματικά θέλουν να δώσουν. Όλο αυτό δεν έχει σκοπό ούτε να τους φοβίσει, ούτε να τους βομβαρδίσει με άχρηστη πληροφορία, ούτε να τους αλλάξει την απόφαση. Ο στόχος είναι αυτό που πραγματικά θέλουν να κάνουν και γνωρίζουμε ότι θέλουν να το κάνουν, να το κάνουν πιο συνειδητά", κατέληξε.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}