Πρόωροι τοκετοί και νεογνά με χαμηλό βάρος γέννησης συσχετίζονται με έκθεση της εγκύου σε υψηλές θερμοκρασίες, σύμφωνα με τα πρώιμα αποτελέσματα αναδρομικής μελέτης επιστημόνων του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο πλαίσιο του διεθνούς ερευνητικού έργου High Horizons. Η προοπτική μελέτη που ξεκίνησε, παράλληλα, στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, θα παρακολουθήσει τουλάχιστον 500 έγκυες γυναίκες, καθώς και τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο για τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, αναφορικά με την επίδραση της έκθεσής τους στη θερμότητα.
Η επιστημονική υπεύθυνη των δύο μελετών, αναπληρώτρια καθηγήτρια Υγιεινής - Επιδημιολογίας, Βαρβάρα Μουχτούρη, και ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, καθηγητής στο ίδιο Εργαστήριο, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου (φωτογραφία), παρουσίασαν τα πρώιμα αποτελέσματα της αναδρομικής και τους στόχους της προοπτικής μελέτης, ενώ μίλησαν για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις εγκύους και στα νεογνά, στη διάρκεια επιστημονικής εκδήλωσης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Το πρόγραμμα High Horizons
Διακόσιες μελέτες καταδεικνύουν τις επιβλαβείς άμεσες επιπτώσεις της θερμότητας στην υγεία της εγκύου και του νεογνού, όπως, πρόωρο τοκετό, συγγενείς ανωμαλίες, προεκλαμψία, αιμορραγία κατά την κύηση, χαμηλό βάρος γέννησης. Παράλληλα, 120 μελέτες τεκμηριώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις της υπερβολικής έκθεσης στη ζέστη σε παιδιά κάτω των 2 ετών.
Το High Horizons είναι μια 4ετής ερευνητική προσπάθεια, με 11 εταίρους από 9 χώρες της Ε.Ε. καθώς και της υποσαχάριας Αφρικής.
Όπως ανέφερε η κ.Μουχτούρη, έχει ως στόχο να καθορίσει κατάλληλους δείκτες για τον ποσοτικό προσδιορισμό και την παρακολούθηση των επιπτώσεων της υπερβολικής ζέστης στην υγεία σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Επίσης, να αναπτύξει ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, χρησιμοποιώντας εφαρμογή smartphone για να παρέχει εξατομικευμένες προειδοποιήσεις για το θερμικό στρες και τοπικά προσαρμοσμένα μηνύματα για την προστασία των εγκύων και των γυναικών μετά τον τοκετό, των βρεφών και των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας συμμετέχει στο πρόγραμμα με δύο μελέτες:
- Μια αναδρομική πανελλήνια μελέτη συσχέτισης κλιματικών και περιβαλλοντικών παραγόντων με την υγεία των εγκύων και των νεογνών. Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναλυθούν ιστορικά χρονοσειρές κλιματικών δεδομένων (θερμοκρασία, υγρασία κ.ά.), καθώς και δεδομένων αέριας ρύπανσης, και θα συσχετιστούν νε επιδημιολογικά δεδομένα στον πληθυσμό - στόχο, δηλαδή σε εγκύους, θηλάζουσες, νεογνά και βρέφη.
- Μια προοπτική μελέτη σειράς γεννήσεων μητέρας - παιδιού, με στόχο την ένταξη 500 εγκύων από διάφορα νοσοκομεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για τη μελέτη της επίδρασης που έχει η έκθεσή τους στους ίδιους παράγοντες.
Τι δείχνουν τα πρώτα αποτελέσματα
Σύμφωνα με την επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος, στο πλαίσιο της πρώτης μελέτης έχουν ληφθεί κλιματολογικά δεδομένα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόγνωσης, καθώς και δεδομένα γεννήσεων και νοσηρότητας του πληθυσμού - στόχου από την ΕΛΣΤΑΤ.
Κάποια πρώιμα αποτελέσματα δείχνουν
- εποχικό μοτίβο, με χαμηλό βάρος γέννησης τους μήνες που έχουμε υψηλή θερμοκρασία
- εποχικό μοτίβο με αυξημένη συχνότητα πρόωρων γεννήσεων τους μήνες με υψηλή θερμοκρασία
- συσχέτιση των ακραίων θερμοκρασιών - πολύ υψηλών αλλά και πολύ χαμηλών - με πρόωρες γεννήσεις.
Οι μελετητές έχουν βάλει στο «μικροσκόπιο» επιμέρους στοιχεία που δείχνουν μεγαλύτερη επιβάρυνση σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Η ανάλυση συνεχίζεται, με την ένταξη και δεδομένων που αφορούν την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη μελέτη, το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας, με την συνεργαζόμενη ομάδα επιστημόνων, θα εντάξει και θα παρακολουθήσει προοπτικά τουλάχιστον 500 ζεύγη εγκύων - παιδιών, σε τέσσερις πόλεις της Ελλάδας και στην Κύπρο. Η ένταξη θα γίνει τη 12η εβδομάδα κύησης, φυσικά με τη συγκατάθεση της εγκύου και του πατέρα μετά από πλήρη ενημέρωση.
Μέσω ασύρματων συσκευών θα γίνεται μέτρηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος στους χώρους όπου βρίσκεται η έγκυος, ενώ θα φέρει και φορητές συσκευές που θα καταγράφουν τη θερμοκρασία κατά τη μετακίνησή της. Μέσω εργαστηριακών εξετάσεων θα μελετηθούν συγκεκριμένοι βιοδείκτες σε μια προσπάθεια να ανιχνευτούν τα βιολογικά μονοπάτια μέσα από τα οποία επηρεάζεται η υγεία εγκύου και εμβρύου. Μετά από τον τοκετό θα γίνεται συλλογή δεδομένων για το βρέφος σε συνεργασία με τον παιδίατρο και τη μητέρα στο πρώτο έτος της ζωής.
Όπως ανέφερε η κ.Μουχτούρη, ήδη έχει ξεκινήσει η πιλοτική εφαρμογή, με τις πρώτες 15 γυναίκες που έχουν ενταχθεί στη μελέτη, η οποία σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια θα βοηθήσει να απαντηθούν σημαντικά ερωτήματα, όπως:
- Επηρεάζεται ο θερμορυθμιστικός έλεγχος στις εγκύους;
- Η έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες μειώνει τη ροή αίματος προς τον πλακούντα;
- Με ποιο μηχανισμό η έκθεση σε υπερβολική ζέστη προκαλεί πρόωρο τοκετό;
- Η υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος επηρεάζει τον φυσιολογικό τοκετό;
Χ. Χατζηχριστοδούλου: Θανατηφόρο κοκτέιλ
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί άμεση και κλιμακούμενη απειλή για την παγκόσμια δημόσια υγεία, επεσήμανε στην παρέμβασή του ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, καθηγητής Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, παραπέμποντας σε όσα βίωσε η Θεσσαλία από τις καταστροφικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου του 2023.
"Ο καύσωνας από μόνος του έχει αναδειχτεί ως ο πιο θανατηφόρος μετεωρολογικός κίνδυνος τα τελευταία 30 χρόνια", τόνισε, προσθέτοντας πως ο συνδυασμός αυξημένης θερμοκρασίας και υγρασίας δημιουργεί ένα θανατηφόρο κοκτέιλ. "Μέχρι το 2070, με δεδομένο ότι τα άτομα αυτά δεν θα έχουν μεταναστεύσει, το 1/3 του πληθυσμού της γης θα κατοικεί σε περιοχές με μέση ετήσια θερμοκρασία πάνω από 29 βαθμούς Κελσίου. Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 1%, θα πάμε στο 33%. Αυτό σημαίνει πολλά", παρατήρησε.
Παραθέτοντας κάποιες από τις συνέπειες στην δημόσια υγεία, τις διαχώρισε σε άμεσες (θάνατοι ηλκιωμένων ατόμων με υποκείμενα νοσήματα, δυσμενείς εκβάσεις κύησης και τοκετού, δυσμενείς συνέπειες στην ψυχική υγεία), και σε έμμεσες (πολλαπλασιασμός και μεγαλύτερη επιβίωση των μικροβίων, αύξηση της συχνότητας εμφάνισης τροφιμογενών και υδατογενών νοσημάτων, εγκατάσταση κουνουπιών και άλλων διαβιβαστών σε περιοχές που δεν υπήρχαν πριν, ευνοϊκές συνθήκες για παθογόνα όπως το vibrio (δονάκιο) της χολέρας.
"Μεταξύ 2030 και 2050 η κλιματική αλλαγή αναμένεται να προκαλέσει πάνω από 250.000 επιπλέον θανάτους ετησίως, λόγω υποσιτισμού, ελονοσίας, διάρροιας, καύσωνα, πλημμύρες και άλλα", τόνισε ο κ. Χατζηχριστοδούλου.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}