Ήδη, από τη δεκαετία του 2000, ο αείμνηστος καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος είχε εισαγάγει και στην Ελλάδα τη συζήτηση περί φόρων και επιδοτήσεων Υγείας που πρόσφατα έχει αναθερμανθεί στη χώρα μας.
Σημείωνε δε ότι το μέτρο αυτό είναι πρώτιστα υγειονομικό και δευτερευόντως δημοσιονομικό, καθώς μπορεί να συμβάλει στην υιοθέτηση πιο υγιεινών συνηθειών ζωής ιδίως αν συνοδευθεί με την φορολογική ελάφρυνση στα φρούτα και τα λαχανικά, ή ακόμη και την εισαγωγή αρνητικού συνασφάλιστρου, δηλαδή επιστροφής ασφαλιστικών εισφορών ή πρόσθεσής τους στον κλάδο σύνταξης.
Αντίστοιχα, μελέτη της διαΝΕΟσις του 2016 υπό τον καθηγητή Γιάννη Τούντα προτείνει την αξιοποίηση της διαφορικής φορολογίας σε ανθυγιεινά προϊόντα οινοπνεύματος, καπνού και "μη υγιεινών τροφών", ώστε αυτοί οι δημόσιοι πόροι να διατίθενται στην Υγεία.
Πιο πρόσφατα, μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας προτείνει τη θέσπιση ενός ειδικού ταμείου για τον καρκίνο με πόρους που θα προέρχονται από τη διαφορική φορολογία προϊόντων με αρνητική επίδραση στην επίπτωση της νόσου, ώστε να χρηματοδοτηθούν όλα τα στάδια της ογκολογικής φροντίδας.
Παραδείγματα από όλο τον κόσμο δείχνουν το θετικό αντίκτυπο που μπορούν να έχουν οι φόροι υγείας στο πλαίσιο μίας ολοκληρωμένης δέσμης παρεμβάσεων δημόσιας υγείας. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, οι πωλήσεις τσιγάρων μειώθηκαν στη γειτονική Τουρκία κατά 15,5% μεταξύ 2005 και 2011 και τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 124%.
Στις Φιλιππίνες, η χρήση καπνού μειώθηκε κατά ένα τρίτο μεταξύ 2009 και 2021. Στη Ρωσία, οι φόροι οινοπνεύματος, ως μέρος μιας συνολικής πολιτικής ελέγχου του αλκοόλ, συνέβαλαν σε μείωση σχεδόν 50% της καταγεγραμμένης κατανάλωσης μεταξύ 2003 και 2016. Στο Μεξικό, μετά την εισαγωγή φόρου στα ζαχαρούχα ποτά το 2014, η κατανάλωση μειώθηκε κατά 5,5% εκείνο το έτος και 9,7% το 2015.
Άλλες χώρες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, όπως η Φινλανδία, η Πορτογαλία, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Ταϊλάνδη, έχουν επιδείξει θετικά αποτελέσματα για την υγεία μέσω στοχευμένων φορολογικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Αντίστοιχες όμως είναι οι εκβάσεις και σε ευρωπαϊκά κράτη.
Ελλάδα
Σε μία περίοδο ραγδαίας κλιμάκωσης του πληθωρισμού σε βασικά αγαθά στην Ελλάδα, μία αντανακλαστική αντίδραση στη συζήτηση περί φόρων και επιδοτήσεων υγείας είναι ότι αυτή δεν είναι σίγουρα η κατάλληλη στιγμή. Υπάρχει όμως μία διάσταση που σίγουρα είναι επίκαιρη.
Η διαφορική φορολογία δεν είναι καινούργια πρακτική στην Ελλάδα. Εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε προϊόντα όπως ο καπνός και το αλκοόλ αποφέροντας πάνω από 2,8 δισ. ευρώ έσοδα ετησίως τα τελευταία χρόνια. Οι πόροι αυτοί όμως διοχετεύονται στον κεντρικό κρατικό προϋπολογισμό εξ ολοκλήρου.
Αντίθετα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπως στη Γαλλία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ένα ποσοστό τους επιστρέφει στην Υγεία χρηματοδοτώντας την περίθαλψη, την πρόληψη και συνολικά το υγειονομικό σύστημα, κερδίζοντας παράλληλα την κοινωνική εμπιστοσύνη και αποδοχή. Για παράδειγμα, το 2018 η γαλλική κυβέρνηση επέβαλε φόρο στα ζαχαρούχα ποτά. Τέσσερα χρόνια μετά, έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Public Health Nutrition» έδειξε πως 3 στους 4 συμμετέχοντες ήταν σύμφωνοι με το μέτρο εφόσον τα φορολογικά έσοδα χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση μέτρων που σχετίζονταν με την υγεία.
Εδώ έγκειται ενδεχομένως το παράθυρο ευκαιρίας για χώρες όπως η Ελλάδα όπου ο τομέας υγείας είναι τεκμηριωμένα υποχρηματοδοτούμενος. Η δέσμευση ενός ποσοστού της ήδη υφιστάμενης διαφορικής φορολογίας σε επιβλαβή για την υγεία προϊόντα και η διοχέτευσή τους στο υγειονομικό σύστημα, συνιστά μία δίοδο που μπορεί να συμβάλει στη βιωσιμότητα του συστήματος και στη θωράκιση της δημόσιας υγείας, καθώς ο πληθυσμός μας γηράσκει και το φορτίο νοσηρότητας και κόστους των χρόνιων παθήσεων συνεχώς αυξάνεται.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}