Στοιχεία μιας δεκαετίας που αφορούν στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών βρέθηκαν στο επίκεντρο έρευνας της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία του Εργαστηρίου της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ και της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και αφορούν σε καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στα Αστυνομικά Τμήματα και την Εισαγγελία του νομού Θεσσαλονίκης και των όμορων νομών, για τη δεκαετία 2005-2015.
Ταυτότητα Έρευνας
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής, με τίτλο: «Η κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Επιδημιολογική διερεύνηση του φαινομένου βάσει ιατροδικαστικών εκθέσεων και ευρημάτων», που εκπονήθηκε, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ, Θεόδωρου Ι. Δαρδαβέση, το 2017, από την Παιδίατρο Ελισάβετ Αντωνιάδου.
Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν περιστατικά που αφορούσαν σε καταγγελίες κακοποίησης παιδιών, που δεν συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Εντοπίσθηκαν 229 καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που πιστοποιήθηκαν στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής και την Ιατροδικαστική Υπηρεσία του νομού Θεσσαλονίκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, ο αριθμός των σχετικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα είναι περιορισμένος.
Δημογραφικά χαρακτηριστικά θυμάτων
Από τα 229 παιδιά που εντοπίσθηκαν ως θύματα κακοποίησης, τα 165 (72,1%) ήταν κορίτσια και τα 64 (27,9%) αγόρια. Το εύρος των ηλικιών των παιδιών που μελετήθηκαν κυμαίνονται από 3 μήνες έως και 17 έτη, με μέσο όρο ηλικίας 11,25 έτη. Ειδικότερα, για τα αγόρια ο μέσος όρος ηλικίας είναι 9 έτη, ενώ για τα κορίτσια 12 έτη. Ο μεγαλύτερος αριθμός των θυμάτων (49,8%) αφορά σε παιδιά εφηβικής ηλικίας (13-18 ετών), ενώ το 36,3% και το 13,9% αφορά σε παιδιά σχολικής ηλικίας, 6-12 ετών και προσχολικής ηλικίας (5 ετών ή μικρότερα), αντίστοιχα. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς, ότι τα αγόρια θυματοποιούνται συχνότερα σε μικρότερη ηλικία, σε σχέση με τα κορίτσια. Επίσης, τα αγόρια φαίνεται, ότι όταν θυματοποιηθούν μία φορά, συχνότερα επαναλαμβάνεται η κακοποίηση (57,5%), σε αντίθεση με τα κορίτσια, τα οποία συχνότερα γίνονται θύματα μεμονωμένων συμβάντων (60,7%).
Καταγγέλλουσες η μητέρα, η γιαγιά ή η αδερφή
Φαίνεται, ότι η αποκάλυψη του συμβάντος στις αστυνομικές αρχές, στις περισσότερες των περιπτώσεων οφείλεται σε κάποιο συγγενικό άτομο του παιδιού, όπως είναι η μητέρα, η γιαγιά και η αδερφή (59%). Επιπρόσθετα, πολύ συχνά η καταγγελία προέρχεται από το νοσηλευτικό ή εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο φρόντιζε το παιδί για οποιοδήποτε λόγο (24,7%). Στο 15,2% των περιπτώσεων η καταγγελία προήλθε από το ίδιο το παιδί, ενώ καταγράφηκαν και 1,1% περιπτώσεις, στις οποίες γνωστά στο παιδί άτομα ανέφεραν πιθανά επεισόδια κακοποίησης. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν ήταν διαθέσιμη σε 22,3% περιπτώσεις.
Αποφεύγεται η καταγγελία αν δεν έχει ολοκληρωθεί η πράξη
Ο μεγαλύτερος όγκος των καταγγελιών κακοποίησης (65,2%) αφορά σε περιστατικά, στα οποία τα θύματα ή οι φροντιστές τους ισχυρίζονται ότι είχε πραγματοποιηθεί, με κάποιο τρόπο, ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη με το δράστη, ενώ σε μικρότερο ποσοστό (34,8%) αυτές αφορούν σε θωπείες, φιλιά κ.ά. Σε 18,3% περιπτώσεις οι καταγγελίες ήταν συγκεχυμένες και λιγότερο σαφείς. Ειδικότερα, η κατά φύση και παρά φύση συνουσία υποστηρίχθηκε στο 30,1% και 17,9% των καταγγελιών αντίστοιχα, ενώ υπήρξε και ένα ποσοστό 5,2% στο οποίο τα θύματα ισχυρίζονται ότι είχαν υποστεί και τις δύο μορφές κακοποίησης.
Το προφίλ του δράστη που είναι συνήθως γνώριμος του θύματος
Στη συντριπτική πλειοψηφία τα παιδιά γνώριζαν τον δράστη (93,0%) και μόνο στο 7,0% των περιπτώσεων ο δράστης, τους ήταν άγνωστος. Στο 38,2% των καταγγελιών ο υπαίτιος της κακοποίησης φαίνεται να είχε σχέση συγγένειας με το παιδί. Ειδικότερα, ως δράστης παρουσιάζεται ο πατέρας του παιδιού (15,1%) και στο 19,6% κάποιος άλλος συγγενής του (θείος, ξάδερφος κ.ά.). Ορισμένες καταγγελίες κακοποίησης αφορούν στη μητέρα του παιδιού ως δράστη (1,5%).
Στο σύνολό τους οι δράστες είναι άντρες (98%) και σε 14,6% περιπτώσεις ο υπαίτιος της κακοποίησης είναι ανήλικος. Οι καταγγελίες αφορούν σε δράστες ενήλικες, που είχαν αναπτύξει σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με το παιδί (41,7%) και μόνο 7,5% των καταγγελιών σχετίζονται με ενήλικα άτομα, τα οποία ήταν άγνωστα στο παιδί. Σε 17,6% περιπτώσεις οι δράστες είναι περισσότεροι του ενός, ενώ σε 13,1% η πληροφορία αυτή είναι άγνωστη.
Τρόποι προσέγγισης του θύματος
Συχνότερος τρόπος προσέγγισης του θύματος αποτελεί η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του παιδιού (47,3%) από συγγενικά του άτομα (πατέρας, θείος, νονός) ή άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του (πατριός, φίλος γονέων). Άλλος τρόπος, που φαίνεται να εφαρμόζουν οι δράστες είναι η αρχική γνωριμία του παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο και στη συνέχεια η κακοποίησή του με την άσκηση σωματικής βίας ή με τη χρήση κατασταλτικών ουσιών, όπως είναι η αλκοόλη και οι ναρκωτικές ουσίες (18,8%). Ο βιασμός του παιδιού με την άσκηση σωματικής βίας παρατηρήθηκε λιγότερο συχνά, ενώ σε 11,8% και 5,4% περιπτώσεις η συναίνεση του θύματος εξασφαλίσθηκε με τη σύναψη σχέσης και την εξαγορά του, αντίστοιχα. Τέλος, υπάρχουν και 18,8% περιπτώσεις, στις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης των δραστών.
Παιδιά τα οποία κακοποιούνταν κατ’ επανάληψη φαίνεται να καθυστερούσαν να αποκαλύψουν το συμβάν, σε σχέση με εκείνα που κακοποιήθηκαν μία φορά. Επίσης, τα περισσότερα παιδιά, που δεν γνώριζαν και δεν είχαν αναπτύξει προηγουμένως σχέσεις με το δράστη, κατήγγειλαν άμεσα το γεγονός (76,9%).
Ιατροδικαστική εξέταση
Η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για σωματικές κακώσεις, σε ένα μεγάλο ποσοστό (79%) απέβη αρνητική, όπως επίσης και για τυχόν ευρήματα, ενδεικτικά σεξουαλικής κακοποίησης οποιασδήποτε μορφής (51,3%). Συγκεκριμένα, ενδεικτικά ευρήματα για κατά φύση και παρά φύση συνουσία εντοπίσθηκαν σε 28,6% και 7,6% παιδιά, αντίστοιχα. Επιπλέον, σε 3,6% περιστατικά η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ευρήματα συμβατά, όχι μόνο κατά φύση συνουσίας, αλλά και παρά φύση. Στο 8,9% των περιστατικών διαπιστώθηκαν μη ειδικά ευρήματα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικά ασέλγειας, χωρίς όμως να είναι διαγνώσιμα, ενώ στο 51,3% των περιπτώσεων δεν ήταν δυνατό να ανιχνευθεί κάποιο στοιχείο κακοποίησης.
Απογευματινές ώρες, στο σπίτι του δράστη, στο αυτοκίνητο ή ακόμα και στην οικία του παιδιού
Αν και ο χρόνος του συμβάντος είναι άγνωστος σε πολλές περιπτώσεις 59,8%, στις καταγγελίες στις οποίες υπάρχει αυτή η πληροφορία φαίνεται, ότι οι απογευματινές-νυχτερινές ώρες υπερέχουν κατά πολύ (72,8%) σε σχέση με τις πρωινές (8,7%) και τις μεσημβρινές (18,5%). Ο τόπος, στον οποίο η κακοποίηση λάμβανε χώρα, αναφέρεται, ότι είναι σε 32,4% περιπτώσεις το σπίτι του δράστη, σε 15,8% το αυτοκίνητο, σε 28,1% η οικία του παιδιού και σε 23,7% περιπτώσεις σε διάφορους άλλους χώρους. Η συγκεκριμένη πληροφορία απουσιάζει σε 39,3% αναφορές.
Άσκηση βίας
Η βία φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες ως μέσο επίτευξης της κακοποίησης συχνότερα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι μικρότερης. Στα μικρότερα παιδιά οι υπαίτιοι της κακοποίησης πιθανότατα να χρησιμοποιούν άλλα μέσα, όπως είναι η δωροδοκία ή η αποπλάνηση, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση του παιδιού.
Επανάληψη κακοποίησης και στο παρελθόν
Ο χρόνος καταγγελίας του περιστατικού κακοποίησης σχετίζεται με την επανάληψη του συμβάντος στο παρελθόν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που κατήγγειλαν άμεσα (εντός τριών ημερών) το συμβάν στις αρχές, είχαν κακοποιήθηκαν σεξουαλικά για πρώτη φορά (76,9%), σε αντίθεση με εκείνα τα οποία είχαν κακοποιηθεί πολλαπλές φορές στο παρελθόν (23,1%).
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}