Τικ τακ.
Χθες το απόγευμα σταμάτησε να ανασαίνει, είπαν. Η σχιζοφρένεια των κυττάρων. Καρκίνος.
Η σχιζοφρένεια της ζωής. Τα πάντα συνεχίζουν τη μίζερη ρουτίνα τους. Τικ τακ ο χρόνος. Καρφάκι δεν του καίγεται. Τικ Τακ. Συνεχίζει.
Γιατί; Πώς στην οργή του επιτρέπεται; Ένας κωδικός μιας διάστασης, που επινοήθηκε, για να εξυπηρετεί εμάς είναι. Και τώρα πια δεν υπάρχει Εκείνος.
Τικ Τακ. Εγώ γιατί να είμαι ακόμα εδώ; Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Τικ Τακ. Μα γιατί δε σταματάει; Γιατί δεν αλλάζει κάτι; Με ακούει κανείς; Σας λέω έφυγε. Δεν είναι πια εδώ. Πώς μπορείτε να συνεχίζετε να κάνετε ό,τι κάνατε; Κι εσύ ήλιε, πώς μπορείς κι εξακολουθείς να ανατέλλεις;
Τικ Τακ.-Σταμάτα.
Μ’ακούς; Σταμάτα.
Τικ Τακ.
Μπαμπά!
Μπαμπά, μη φεύγεις. Μη με αφήνεις, σε παρακαλώ.
Εσύ, με πήρες από το χέρι και είπες, διάλεξε.
Θα πετάξεις ή θα ριζώσεις εδώ, ασφαλής;
Τικ Τακ.
Σου απάντησα, Μπαμπά. Τα φτερά μου είναι τόσο εύθραυστα. Και φοβάμαι. Δε θα πετάξω ποτέ, τόσο ψηλά, όσο οι άλλοι. Δε θα πετάξω ποτέ τόσο ψηλά, ώστε να καταλάβω. Κι αν δεν καταλάβω, πώς θα ζήσω; Και πώς θα αγαπήσω αν δε ζήσω; Είμαι τόσο μικρή, μπαμπά.
Κι εκεί έξω όλα τόσο μεγάλα.
Τικ Τακ.
Και τότε με έμαθες να ακούω, μπαμπά. Με άφησες να νιώσω τους χτύπους της καρδιάς σου. Το τραγούδι σου για μένα είπες. Το απανέμι που μ΄αφήνεις. Να θυμάμαι ότι δεν έχει σημασία όταν δεν μπορώ να δω όλα όσα θέλω. Γιατί την ουσία την αισθάνεται κανείς, είπες.
Τα άλλα όλα είναι ξιπασμένες νταντάδες του Εγώ μας.
Τικ Τακ.
Πώς μπόρεσες να με αγαπήσεις τόσο πολύ; Εμένα, με τα τόσα ελαττώματα και τις μύριες ελλείψεις που κουβαλάω; Πώς με αποδεχόσουν, έτσι, άκριτα; Προσπαθούσες μόνο να με μάθεις να πετάω. Γιατί εσύ ήξερες πως γέννησες ένα πουλί.
Ακόμα κι όταν εγώ ήθελα να γίνω αρουραίος και να χωθώ βαθιά στη γη. Με έβλεπες να ξεριζώνω με μανία τα φτερά μου για να πάψω πια να καίγομαι κοιτάζοντας θρασύδειλα τον ήλιο. Και δε μίλαγες. Καταλάβαινες.
Τικ Τακ.
Πώς γίνεται να πεθαίνεις μπαμπά και να κάνει τόση αγάπη γύρω σου; Όλοι λέγανε ότι υπέφερες μα εσύ αδιαφορούσες. Ήξερες από Πόλεμο. Soldier of Thought σε φώναζα. Και χαμογέλαγες… Ακόμα και στο παιχνίδι με τον πόνο εσύ έθεσες τους όρους.
Και του τη βγήκες. Μου δίδαξες ακόμα και πως μπορεί κανείς να πεθάνει, μπαμπά. Με ειλικρίνεια. Αξιοπρέπεια. Και αγάπη.
Τικ Τακ.
Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις, Μπαμπά. Και δε θα το μάθεις ποτέ. Like father like daughter. Μόλις πέθανες, αρρώστησα. Καρκίνος κι εγώ. Και δεν ήθελα καθόλου να παλέψω. Να ρθω να σε βρω μόνο ήθελα. Να ακούμε, να εξερευνούμε και να μαθαίνουμε.
Όπως πάντα. Και τότε… δεν ξέρω ακόμα τι έγινε, μπαμπά. Σα να μπερδεύτηκαν τα τικ με τα τακ. Τίποτα δε χώραγε πουθενά πια. Κανείς δεν κούμπωνε σε κάτι. Όλα έγιναν τόσο ρευστά. Ήχοι, λέξεις, σκέψεις… Σα να επέπλεαν όλα μαζί σε μια άχρονη κοσμική μήτρα.
Κι εγώ μαζί τους. Τότε, άρχισαν κι άλλοι να βλέπουν αυτό που μέχρι τότε μόνο εσύ έβλεπες σε μένα. Πίστεψαν. Πίστεψα.
Τικ Τακ.
Πίστεψε, μου λεγες και κάνε και τους άλλους να πιστέψουν. Άσε το πάθος σου ελεύθερο. Είσαι ευλογημένη. Μοιράσου το θαύμα σου. Μα εγώ μπαμπά, φοβάμαι. Όλοι κάποτε φεύγουν.
Ακόμα κι εσύ. Πώς να τους κάνω να μείνουν; Πού να βρω τον πηλό να πλάσω την αβεβαιότητα σε όνειρο;
Τακ.
Μπαμπά, άκου!
Μ΄ ακούς μπαμπά;
Σ’ αγαπάω.
Και πολεμάω.
Ξέρω πια γιατί.
Για το Δικαίωμα στο Όνειρο.
Καληνύχτα, μπαμπά.
Το ΙΑΤΡΟΝΕΤ είναι χορηγός επικοινωνίας του TED MED Athens live.
Πηγές:
TED MED.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}