Γράφει ο Σταύρος Τσιριγωτάκης – Γενικός Χειρουργός
Σημαντικές και περίπλοκες είναι οι λειτουργίες του θυρεοειδούς αδένα, η παραμικρή δυσλειτουργία του οποίου μπορεί να επιφέρει μεγάλη αναστάτωση στον οργανισμό. Αυτό το μικρό, σε σχήμα πεταλούδας όργανο, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μήλο του Αδάμ, αποτελεί τον ρυθμιστή πολλών λειτουργιών του οργανισμού, μέσω των ορμονών που εκκρίνει στο αίμα, τις οποίες συνθέτει από το ιώδιο που λαμβάνει ο οργανισμός από τα τρόφιμα.
Οι δύο από τις ορμόνες που εκκρίνει -τριιωδοθυρονίνη (Τ3), τετραιωδοθυρονίνης (Τ4) και καλσιτονίνη- διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σωματική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών και ολόκληρου σχεδόν του μεταβολισμού του ανθρώπου, ενώ η τρίτη, η καλσιτονίνη, φαίνεται ότι έχει σχέση με τον μεταβολισμό του ασβεστίου.
Οι διαταραχές της μορφολογίας του θυρεοειδή αδένα κυμαίνονται από την απλή βρογχοκήλη έως τον απειλητικό για τη ζωή καρκίνο του θυρεοειδούς. Η μη φυσιολογική έκκριση των ορμονών προκαλεί δυσλειτουργία του και συγκεκριμένα υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό, η θεραπεία των οποίων είναι φαρμακευτική, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Όταν όμως η φαρμακευτική αγωγή δεν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ή η νόσος παρουσιάζει συχνές υποτροπές, η χειρουργική επέμβαση (θυρεοειδεκτομή) είναι η μόνη που μπορεί να λύσει οριστικά το πρόβλημα του υπερθυρεοειδισμού.
Ο σχηματισμός όζων στο θυρεοειδή αδένα είναι άλλη μια συχνή κατάσταση που προκαλείται από διάφορες αιτίες, όπως είναι η έλλειψη ιωδίου, η θυρεοειδίτιδα, κάποια κύστη ή αδένωμα του θυρεοειδή, και μπορεί να οδηγήσει σε υπερθυρεοειδισμό. Τις περισσότερες φορές είναι καλοήθη ογκίδια, χωρίς να αποκλείεται βέβαια και το αντίθετο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή γίνεται η αιτία για υπερθυρεοειδισμό ή είναι κακοήθη, επίσης επιβάλλεται η θυρεοειδεκτομή.
Με χειρουργική επέμβαση αντιμετωπίζεται συνήθως και η ευμεγέθης βρογχοκήλη, η οποία αφορά στην ανώμαλη ανάπτυξη του θυρεοειδούς και μπορεί να προκαλέσει πόνο κατά την κατάποση και δυσκολία στην αναπνοή.
Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης του καρκίνου του θυρεοειδή αδένα, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δυστυχώς καταγράφει αύξηση τα τελευταία χρόνια. Το θετικό όμως είναι ότι στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να θεραπευτεί.
Η άμφω ολική θυρεοειδεκτομή συστήνεται από τους περισσότερους χειρουργούς του θυρεοειδούς, ενώ η σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή απαιτεί από τον χειρουργό να αφήσει λίγο ιστό γύρω για αποφυγή βλάβης των παραθυρεοειδών αδένων και του κάτω λαρυγγικού νεύρου. Η τελευταία όμως αποφεύγεται καθώς, στην περίπτωση που ανιχνευθεί καρκίνος, ενέχει τον κίνδυνο ανάγκης επανειλημμένων συνεδριών με ραδιενεργό ιώδιο ή ακόμα και επανεπέμβασης, με αυξημένους κινδύνους για τον ασθενή.
Πρόκειται για ιδιαίτερα λεπτές επεμβάσεις που απαιτούν μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευση του χειρουργού για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των νεύρων και των παραθυρεοειδών αδένων. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός αιχμής που χρησιμοποιείται επίσης κρίνεται απαραίτητος για το καλύτερο και ασφαλέστερο αποτέλεσμα.
Το μέγεθος της τομής έχει σημασία τόσο για το αισθητικό αποτέλεσμα, όσο και για την ελαχιστοποίηση των κακώσεων και των τραυματισμών. Έτσι, μέσω μιας μικρής τομής (2-3 cm) αφαιρείται ολόκληρος ο θυρεοειδής, χωρίς να κόβονται μύες. Μετά την επέμβαση η νοσηλεία δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες, ο ασθενής μιλάει αμέσως, σιτίζεται μετά από 2-3 ώρες και κινητοποιείται άμεσα.
Όταν η θυρεοειδεκτομή εκτελείται εξαιτίας κακοήθειας, ενδέχεται ο χειρουργός να προχωρήσει και σε λεμφαδενικό καθαρισμό.
Σε γενικές πάντως γραμμές, η άμφω ολική θυρεοειδεκτομή αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο θεραπείας, καθώς διευκολύνει τη μετέπειτα θεραπευτική αποκατάσταση στις περιπτώσεις που η ύπαρξη καρκίνου δεν είναι γνωστή εξ αρχής. Η επιβεβαίωση αφαίρεσης ολόκληρου του θυρεοειδή γίνεται με σπινθηρογράφημα μετά την επέμβαση, η οποία δείχνει με απόλυτη ακρίβεια το ποσοστό του θυρεοειδή που έχει απομείνει, αφού αυτό θα πρέπει στη συνέχεια να καταστραφεί, με τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου. Το αποδεκτό εναπομείναν ποσοστό θυρεοειδούς από την επιστημονική κοινότητα είναι μέχρι 2%.
Είναι λοιπόν φανερή και ευκόλως κατανοητή η διαφορά της θεραπείας στην οποία θα υποβληθεί κάποιος ασθενής με υπόλειμμα 2%, 4%, 8% ή ακόμα και 10%. Ασθενείς με μεγάλα υπολείμματα χρειάζονται επανειλημμένες συνεδρίες θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο αλλά μερικές φορές και επανεπέμβαση, η οποία όμως έχει πολύ μεγαλύτερα ποσοστά επιπλοκών, πέραν της πρόσθετης ψυχικής, σωματικής αλλά και οικονομικής ταλαιπωρίας του ασθενή.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}