Ο κοκκύτης, ιδιαιτέρως κατά το καταρροϊκό στάδιο, είναι πολύ μολυσματική νόσος, με δείκτη δευτερογεvούς προσβολής 100% μεταξύ των επιδεκτικών ατόμων. Η μετάδοση της νήσου γίνεται με τα σταγοvίδια των εκκρίσεων του αναπνευστικού, που εκτοξεύονται από τον πάσχοντα. Και εφ' όσον η Bordetella του κοκκύτη δεν ζει για πολύ στο εξωτερικό περιβάλλον, η μετάδοση προϋποθέτει στεvή επαφή μεταξύ των ατόμων.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ούτε η φυσική νόσηση και πολύ περισσότερο ούτε το εμβόλιο προσφέρουν πλήρη και δια βίου ανοσία. Γι' αυτό μετά από παρατεταμένη έκθεση (π.χ. νόσηση στο οικογενειακό περιβάλλον) το ποσοστό των υποκλινικών νοσήσεων σε άτομα που νόσησαν ή εμβολιάσθηκαν στο παρελθόν μπορεί να φθάσει μέχρι και 50%. Άλλωστε, όπως πιστεύεται τα τελευταία χρόνια, αυτά τα άτομα, (κυρίως έφηβοι και ενήλικες) που παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα, αποτελούv πηγή μόλυνσης για τα μικρά παιδιά και συμβάλλουν ιδιαιτέρως στη διασπορά της νόσου.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τον έλεγχο της νόσου στο σχολείο ή στην οικογένεια αφορούν και τους πάσχοντες και τα εκτεθειμέvα άτομα. Αυτά είναι:
Η χορήγηση ενός αντιμικροβιακού ενδείκνυται σε οποιοδήποτε στάδιο της νόσου, γιατί περιορίζει τη διασπορά του λοιμογόνου παράγοντα. Αν, βεβαίως, δοθεί στο καταρροϊκό στάδιο, μπορεί να βελτιώσει και τα συμπτώματα. Φάρμακο εκλογής αποτελεί η ερυθρομυκίνη που δίδεται (40-50 mgr/Kgr/ημέρα) για 14 ημέρες. Η trimethoprim-sulfamethoxazole μπορεί να δοθεί εναλλακτικά σε άτομα που δεν ανέχονται την ερυθρομυκίνη, αλλά η αποτελεσματικότητά της δεν έχει αποδειχθεί. Επί πλέοv τα πάσχοντα παιδιά πρέπει να απομακρυνθούν από το σχολείο ή τον παιδικό σταθμό και να επιστρέψουν 5 ημέρες μετά τη χορήγηση της ερυθρομυκίνης, οπότε παύουν να είναι μολυσματικά.
Όλα τα άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με πάσχοντα πρέπει να πάρουν ερυθρομυκίνη για 14 ημέρες, άσχετα με την ηλικία, την κατάσταση εμβολιασμού ή τη συμπτωματολογία, με στόχο να περιοριστεί η δευτερογενής μετάδοση (9). Επί πλέον το εμβόλιο δίνεται άμεσα σε παιδιά <7 ετών που δεν έχουν καθόλου εμβολιασθεί ή έχουν λάβει λιγότερες από 4 δόσεις του εμβολίου. Αν η τρίτη δόση του εμβολίου είχε χορηγηθεί >6 μήνες πριν από την έκθεση στη νόσο, πρέπει να δοθεί η τέταρτη δόση. Τέλος σε παιδιά που έχουν λάβει 4 δόσεις εμβολίου, πρέπει να χορηγηθεί αναμνηστική δόση DΤΡ ή DTaP, εκτός και αν η τελευταία δόση έχει γίνει τα τελευταία 3 χρόνια ή το παιδί έχει συμπληρώσει το 6ο έτος της ηλικίας.
Πηγές:
9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}