Ανάγκη και επιθυμία για περισσότερες οδηγίες σχετικά με το πότε και πώς να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από επέμβαση καρπιαίου σωλήνα φαίνεται από μελέτες ότι έχουν οι ασθενείς. Και αυτό γιατί οι μετεγχειρητικές συστάσεις διαφέρουν. Αυτό το γεγονός προκαλεί ανασφάλεια και οι ασθενείς φοβούνται μήπως η πρώιμη επανένταξή τους στην εργασία τούς δημιουργήσει προβλήματα - ιδίως σε εκείνους που εκτελούν χειρωνακτική εργασία.

«Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι μια συχνή διαταραχή συμπίεσης των νεύρων που επηρεάζει την αίσθηση και τη λειτουργία του χεριού.

Εμφανίζεται όταν το μέσο νεύρο συμπιέζεται μέσα στον καρπιαίο σωλήνα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο, υπαισθησία ή/και μούδιασμα στον αντίχειρα, τον δείκτη, τον μέσο και το ήμισυ του παράμεσου. Παράλληλα υπάρχει προοδευτική εξασθένιση των μυών του αντίχειρα. Αυτό μειώνει τη χειρωνακτική επιδεξιότητα.

Η πάθηση συνδέεται, δηλαδή, με έντονη λειτουργική δυσκολία. Η θεραπεία στοχεύει στη μείωση της συμπίεσης του μέσου νεύρου με τοποθέτηση νάρθηκα, έγχυση κορτικοστεροειδών και επί αποτυχίας αυτών, χειρουργική επέμβαση απελευθέρωσης του μέσου νεύρου. Οι περισσότερες επεμβάσεις πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου των ασθενών, οπότε η επιστροφή στα επαγγελματικά καθήκοντά τους μετά τη χειρουργική αποκατάσταση αποτελεί μείζον ζήτημα γι’ αυτούς.

Οι χρόνοι ποικίλλουν ευρέως, με τη μέση μετεγχειρητική απουσία από την εργασία να κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως αρκετούς μήνες. Οι λόγοι αυτής της μεγάλης διακύμανσης είναι σύνθετοι και περιλαμβάνουν τόσο ατομικούς όσο και εργασιακούς παράγοντες», εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης-Μη Μεταγγιστικής Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Κλινική Περιστερίου.

Μια ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύθηκε στο BMC Musculoskeletal Disorders έδειξε ότι οι απορίες των ασθενών μπορεί να επιλυθούν εάν ο χειρουργός εξηγεί τις πιθανές βραχυπρόθεσμες λειτουργικές επιπτώσεις της επέμβασης και τους τρόπους που θα βοηθήσουν τους ασθενείς να τις ξεπεράσουν ταχύτερα, ούτως ώστε να επιστρέψουν στον σωστό χρόνο στην εργασία τους, χωρίς να διακινδυνεύσουν την καλή έκβαση της επέμβασης. Θα πρέπει, επίσης, να παρέχει επαρκείς πληροφορίες ώστε οι ασθενείς να είναι σίγουροι για τη λήψη της απόφασης για επιστροφή στην εργασία.

Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Hand Surgery, διερεύνησε το θέμα θέτοντας ερωτήσεις σε ιατρούς και φυσικοθεραπευτές.

Οι ιατροί που περιέθαλψαν περισσότερους από 70 ασθενείς με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες επέτρεψαν στους ασθενείς τους να επιστρέψουν πιο γρήγορα στη δουλειά τους, συγκριτικά με τους χρόνους επιστροφής που συστήθηκαν από χειρουργούς που περιέθαλψαν λιγότερους ασθενείς, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που έκαναν οι τελευταίοι.

Τους συμβούλευαν για τις προσεχείς 2-6 εβδομάδες να ασχολούνται μόνο με καθαρές και στεγνές δραστηριότητες και να αποφεύγονται δραστηριότητες που μπορεί να βλάψουν το τραύμα (π.χ. άρση βάρους).

Σημαντικό ποσοστό, ωστόσο, ανέφερε ότι οι συμβουλές είναι εξατομικευμένες.

«Η επιστροφή στην εργασία πολύ νωρίς μετά από μια επέμβαση καρπιαίου σωλήνα εγκυμονεί κινδύνους, όπως λοίμωξη και αργή επούλωση. Αντίθετα, η καθυστερημένη επιστροφή στην εργασία μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες τόσο στον ασθενή όσο και στον εργοδότη.

Η απόφαση για τον σωστό χρόνο επιστροφής εξαρτάται κυρίως από τις συμβουλές που παρέχονται από τον χειρουργό. Δεν υπάρχει όμως μια “συνταγή” για όλους. Παράγοντες που επηρεάζουν την ανάρρωση και την επιστροφή στην εργασία είναι τόσο η φύση αυτής όσο και η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την απελευθέρωση του μέσου νεύρου και η πιστή εφαρμογή των μετεγχειρητικών οδηγιών.

Είναι προφανές ότι όσοι κάνουν χειρωνακτική εργασία θα χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο ανάρρωσης απ’ ότι όσοι κατέχουν, για παράδειγμα, διευθυντικές θέσεις.

Όσον αφορά στις χειρουργικές μεθόδους, η κλασική ανοιχτή έχει υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών, μεταξύ των οποίων η αιμορραγία, και οι βλάβες του μέσου και του ωλένιου νεύρου. Επιπλέον, η ανάρρωση μπορεί να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως αρκετούς μήνες, με συνέπεια την ταλαιπωρία των ασθενών και την έμμεση οικονομική αιμορραγία.

Αντιθέτως, η ενδοσκοπική διάνοιξη έχει ελάχιστα ποσοστά αποτυχίας και επιπλοκών, έχει λιγότερη μετεγχειρητική νοσηρότητα, ταχύτερο χρόνο ανάρρωσης και επανάκτησης της δύναμης, λιγότερο πόνο και ευαισθησία.

Πραγματοποιείται μέσω μιας μικρής τομής 2-3 εκ. από την οποία περνούν ειδικά σχεδιασμένα μικροεργαλεία που επιτρέπουν στον χειρουργό να βλέπει καλύτερα την περιοχή, ώστε να αποφεύγει την πρόκληση μηχανικών βλαβών. Υπάρχουν καινοτόμα χειρουργικά συστήματα που παρέχουν μεγάλη ασφάλεια, μειώνοντας την πιθανότητα βλάβης του μέσου νεύρου, και που συντομεύουν τον χρόνο που απαιτείται για την πραγματοποίηση της επέμβασης.

Η έρευνα δείχνει ότι όσοι ασθενείς χειρουργούνται με αυτά επιστρέφουν στις κανονικές δραστηριότητες στον μισό χρόνο από εκείνους που χειρουργούνται με την κλασική ανοιχτή επέμβαση. Συνεπώς, επισπεύδεται και η επάνοδος στην εργασία προς όφελος των ασθενών και των φροντιστών τους», καταλήγει ο Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού