Το σκληρόδερμα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία οδηγώντας περισσότερο από το 60% των ασθενών στην απομόνωση, σύμφωνα με νέα έρευνα που παρουσιάζει τις προκλήσεις των ασθενών που ζουν με Σκληρόδερμα.

Το παραπάνω είναι ένα από τα πολλά και σημαντικά ευρήματα της έρευνας που πραγματοποίησε η FESCA, που  αναλύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς που ζουν με Σκληρόδερμα, το οποίο ουσιαστικά  περιορίζει σημαντικά τη ζωή τους. Φέτος η  Παγκόσμια  Ημέρα για το Σκληρόδερμα πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία και υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας ELPEN.

Με βάση τη δυναμική της καμπάνιας  το 2022, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το θέμα «Finding the Light to Bloom» (Βρες το φως να ανθίσεις), η FESCA και η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα, η οποία είναι μέλος της για την Ελλάδα, συνεχίζουν και το 2023 την επιδίωξή τους για ουσιαστική αλλαγή.

«Η κατευθυντήρια αρχή μας παραμένει η ίδια: να τονίσουμε τις ανεκπλήρωτες ανάγκες των ατόμων που ζουν με σκληρόδερμα και να τους βοηθήσουμε να λάμψουν. Προσπαθούμε όλοι μαζί να βρούμε λύσεις για να βελτιώσουμε τη φροντίδα και να μειώσουμε το βάρος του Σκληροδέρματος στους ανθρώπους και τις κοινότητες. Προσπαθούμε όλοι μαζί για να ρίξουμε φως σε αυτήν την ασθένεια που προκαλεί αναπηρία και στις ανεκπλήρωτες ανάγκες της κοινότητας των ασθενών με σκληρόδερμα  σε όλη την Ευρώπη», τονίζει η κα Αθανασία Παππά, Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.

Μετά τη δημοσίευση για την Παγκόσμια Ημέρα Σκληροδέρματος 2022 της  εγγράφου θέσης της FESCA  με τίτλο «Χωρίς διάγνωση και χωρίς θεραπεία: Η πραγματικότητα για τη Συστημική Σκλήρυνση/Σκληρόδερμα  στην Ευρώπη σήμερα. Ένα έγγραφο θέσης για τα τρέχοντα εμπόδια και λύσεις για την ταχεία διάγνωση και θεραπεία για ασθενείς στην Ευρώπη», η FESCA διεξήγαγε δύο διαδικτυακές έρευνες που απευθύνονται σε ασθενείς και φροντιστές. Σκοπός των ερευνών ήταν  να συγκεντρωθούν οι απόψεις των ασθενών και των φροντιστών σχετικά με την κοινωνικοοικονομική επιβάρυνση του σκληροδέρματος και της περίθαλψης για να συμπληρωθούν τα υπάρχοντα δεδομένα (π.χ. κλινικά δεδομένα) ώστε να παροτρύνουν  τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής υγείας.

Οι έρευνες παρουσιάζουν τα πιο σημαντικά συγκεντρωτικά δεδομένα που δείχνουν τις τάσεις των 20 χωρών, μεταξύ των οποίων  και η Ελλάδα, που έλαβαν μέρος.

Τα χαρακτηριστικά των ατόμων που συμμετείχαν στις έρευνες  ήταν:

  • Πάνω από το 98% των συμμετεχόντων διαγνώστηκε με σκληρόδερμα ενώ πάνω από το 90% ήταν γυναίκες και περισσότερο από το 60% ήταν ηλικίας μεταξύ 45 και 54 (31%) και μεταξύ 55 και 64 ετών (31%).
  • Σχεδόν το 90% δεν είχε ακούσει ποτέ για το σκληρόδερμα πριν από τα πρώτα συμπτώματα και περισσότερο από το 36% το έμαθε μέσω του ρευματολόγου, το 11,5% μέσω διαδικτύου ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μόνο το 5% μέσω συλλόγων ασθενών.
  • Πάνω από το 25% είναι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης, το 14% εργάζονται με μερική απασχόληση και το 12,5% έχει αναπηρία που δεν του επιτρέπει να εργαστεί.

Οι έρευνες έδειξαν ότι το σκληρόδερμα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία οδηγώντας περισσότερο από το 60% των ασθενών στην απομόνωση. Η απομόνωση οφείλεται κυρίως στη δυσκολία των ασθενών να εκφράσουν τις ανησυχίες ή τα συναισθήματα για την κατάστασή τους (21%), στην έλλειψη κατανόησης της ενσυναίσθησης (17%) και στην έλλειψη υποστήριξης από επαγγελματίες υγείας (15%). Το 60% των ασθενών ανέφερε ότι οι συναισθηματικές δυσκολίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εργασία και σε άλλες δραστηριότητες υποχρεώνοντάς τους να μειώσουν το χρόνο που αφιερώνουν σε αυτές.

Οι ερωτήσεις για την υποστήριξη σε ασθενείς με σκληρόδερμα όσον αφορά στην διάγνωση και την φροντίδα έδειξαν ότι:

  • Το 80% των ερωτηθέντων τόνισε ότι έλαβε πληροφορίες για τη νόσο κατά τη διάγνωση, αλλά μόνο το 60% ανέφερε ότι οι πληροφορίες ήταν εύκολα κατανοητές.
  • Το 80% δήλωσε ότι έχει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας και ευανάγνωστο εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με το σκληρόδερμα που λαμβάνεται από το διαδίκτυο (30%), από συλλόγους ασθενών (23%), από κέντρο αναφοράς για το σκληρόδερμα (12%) ή από ειδικό (11%).
  • Τα θέματα, που πρέπει να καλυφθούν περαιτέρω στο εκπαιδευτικό υλικό είναι: οι συμβουλές  που θα κάνουν τη ζωή καλύτερη (14%),  οι συνέπειες  της πάθησης στον οργανισμό (14%), οι ψυχολογικές συνέπειες (14%) και οι πρακτικές πληροφορίες για τον τρόπο διαχείρισης της ασθένειας (15%).

Όσον αφορά τη διάγνωση του σκληροδέρματος:

  • 50% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι του έγινε σωστή διάγνωση εντός 1 έτους από τα πρώτα συμπτώματα.
  • Το 38%, που δεν έλαβε σωστή διάγνωση, διαγνώστηκε κυρίως με αυτοάνοσο νόσημα του θυρεοειδούς, καρπιαίο σωλήνα, πνευμονική νόσο και ινομυαλγία, ενώ ένα άλλο 15% διαγνώστηκε με άγχος ή κατάθλιψη.
  • Το 38% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι παραπέμφθηκε σε ειδικό από τον γενικό ιατρό.

Ο αντίκτυπος του σκληροδέρματος στην κοινωνική ζωή έδειξε ότι πάνω από το 60% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι τα συναισθηματικά και σωματικά προβλήματα που οφείλονται στο σκληρόδερμα επηρεάζουν αρνητικά την κοινωνική τους ζωή. Επίσης, 20% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι  το σκληρόδερμα δεν επηρέασε την επαγγελματική τους ζωή, 20%  ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν οριστικά την εργασία τους  και 15% ότι έπρεπε να αλλάξουν τα εργασιακά τους καθήκοντα.

Όσον αφορά την πρόσβαση του ασθενούς με σκληρόδερμα στη φαρμακευτική αγωγή:

  • Σχεδόν το 90% των ερωτηθέντων λαμβάνει επί του παρόντος φαρμακευτική αγωγή: σχεδόν το 40% λαμβάνει θεραπεία τροποποιητική της νόσου ενώ σχεδόν το 50% λαμβάνει συμπτωματική θεραπεία.
  • Σχεδόν το 50% νοσηλεύεται σε περιφερειακά νοσοκομεία ενώ το 35% σε κέντρα αναφοράς για το Σκληρόδερμα.
  • Όλοι οι ερωτηθέντες ανέφεραν εμπόδια που αντιμετωπίζουν στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής όπως καθυστερημένη διάγνωση (23%), έλλειψη παραπομπής σε ειδικό ή ειδικό κέντρο (17%) ή μεγάλο χρόνο αναμονής, πανδημία, πολλές εξετάσεις (40%) κ.λπ.
  • Το 70% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι δεν έλαβαν ποτέ πληροφορίες σχετικά με την ευκαιρία να λάβουν μέρος σε μια κλινική δοκιμή.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Νεκρό 10χρονο παιδί στο "Γ. Γεννηματάς" Θεσσαλονίκης - Είχε υποστεί ανακοπή
Παρουσιάζεται το βιβλίο ''Θ. Δρίτσας. Συνομιλίες με πρόσωπα της υγείας''
Η αναδιάρθρωση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης μπορεί να συμβάλλει στη βιωσιμότητα του συστήματος Υγείας