Οι άνθρωποι που έχουν αναρρώσει από ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο, σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν βιώσει ποτέ τέτοιο, τείνουν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην επεξεργασία αρνητικών πληροφοριών και λιγότερο χρόνο στην επεξεργασία θετικών πληροφοριών, κάτι που οδηγεί σε κίνδυνο υποτροπής, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Psychopathology and Clinical Science.

«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που έχουν ιστορικό κατάθλιψης αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην επεξεργασία αρνητικών πληροφοριών, όπως λυπημένα πρόσωπα, παρά θετικές πληροφορίες, όπως χαρούμενα πρόσωπα, και ότι αυτή η διαφορά είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με υγιείς ανθρώπους χωρίς ιστορικό», είπε η  Alainna Wen, του  University of California,

«Επειδή η περισσότερη αρνητική σκέψη και διάθεση και η λιγότερο θετική σκέψη και διάθεση είναι χαρακτηριστικά της κατάθλιψης, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι αυτά τα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν ακόμα ένα καταθλιπτικό επεισόδιο».

Απαιτείται περισσότερη γνώση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου που εμπλέκονται στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή για τη βελτίωση της θεραπείας και την πρόληψη της υποτροπής.

Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια μετα-ανάλυση 44 μελετών στις οποίες συμμετείχαν 2.081 άτομα με ιστορικό μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και 2.285 υγιείς. Όλες οι μελέτες εξέτασαν τους χρόνους απόκρισης των συμμετεχόντων σε αρνητικά, θετικά ή ουδέτερα ερεθίσματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συμμετέχοντες είδαν είτε ένα χαρούμενο, λυπημένο ή ουδέτερο πρόσωπο και τους ζητήθηκε να πατήσουν  διαφορετικό κουμπί για το καθένα. Σε άλλες, οι συμμετέχοντες αντέδρασαν σε θετικές, αρνητικές ή ουδέτερες λέξεις.

Οι υγιείς συμμετέχοντες ως ομάδα ανταποκρίθηκαν πιο γρήγορα σε συναισθηματικά και μη συναισθηματικά ερεθίσματα από τους συμμετέχοντες με ιστορικό κατάθλιψης, ανεξάρτητα από το αν αυτά τα ερεθίσματα ήταν θετικά, ουδέτερα ή αρνητικά. Αλλά οι συμμετέχοντες που είχαν προηγουμένως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο στην επεξεργασία αρνητικών συναισθηματικών ερεθισμάτων έναντι θετικών ερεθισμάτων σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.

Ενώ οι υγιείς  έδειξαν σημαντική διαφορά στο πόσο χρόνο αφιέρωσαν στην επεξεργασία θετικών έναντι αρνητικών συναισθηματικών ερεθισμάτων σε σύγκριση με εκείνους που είχαν ύφεση στη μείζονα κατάθλιψη, αυτή η διάκριση δεν εμφανίστηκε κατά τη σύγκριση του χρόνου που αφιερώθηκε στην επεξεργασία αρνητικών έναντι ουδέτερων ή θετικών έναντι ουδέτερων ερεθισμάτων.

Συνολικά, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα άτομα με υποτροπιάζουσα μείζονα καταθλιπτική διαταραχή όχι μόνο είναι λιγότερο ικανά να ελέγχουν τις πληροφορίες που επεξεργάζονται από τα υγιή άτομα, αλλά εμφανίζουν επίσης μεγαλύτερη κλίση στην εστίαση σε αρνητικές  πληροφορίες, σύμφωνα με την Wen.

"Η εστίαση στη μείωση της επεξεργασίας αρνητικών πληροφοριών από μόνη της μπορεί να μην είναι επαρκής για την πρόληψη της υποτροπής της κατάθλιψης. Αντίθετα, οι ασθενείς μπορεί επίσης να επωφεληθούν από στρατηγικές για την αύξηση της επεξεργασίας θετικών πληροφοριών."

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού