Eπιστήμονες του UCLA ανακάλυψαν ότι η πρωτεΐνη GPNMB, που απελευθερώνεται από ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος μετά από καρδιακή προσβολή, συμβάλλει σημαντικά στην επούλωση της καρδιάς.

Η πρωτεΐνη προσδένεται σε συγκεκριμένο υποδοχέα ενθαρρύνοντας την επιδιόρθωση του καρδιακού ιστού. Η ανακάλυψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες αγωγές που θα εμποδίζουν την καρδιακή ανεπάρκεια ενισχύοντας την ικανότητα της καρδιάς να αναρρώνει και να λειτουργεί αποτελεσματικά μετά από καρδιακή προσβολή.

Οι επιστήμονες του UCLA εντόπισαν την πρωτεΐνη GPNMB ως παράγοντα ζωτικής σημασίας για τη διαδικασία επούλωσης μετά από καρδιακή προσβολή.

Η μελέτη τους σε πειραματόζωα έδειξε ότι τα μακροφάγα απελευθερώνουν GPNMB, που προσδένεται στον υποδοχέα wGPR39. Αυτή η αλληλεπίδραση προάγει την επιδιόρθωση καρδιακού ιστού. Η μελέτη προσφέρει νέα στοιχεία για τη φυσική διαδικασία επούλωσης της καρδιάς και ανοίγει τον δρόμο για πιθανές αγωγές με στόχο την ενίσχυση της λειτουργίας της καρδιάς και την πρόληψη της εξέλιξης σε καρδιακή ανεπάρκεια.

Οι ερευνητές πρώτα έδειξαν ότι η GPNMB δεν εκφράζεται εγγενώς από την καρδιά αλλά παράγεται από φλεγμονώδη κύτταρα που προέρχονται από τον μυελό των οστών. Μετά από καρδιακή προσβολή τα μακροφάγα ταξιδεύουν στην πλευρά του τραυματισμού της καρδιάς όπου εκφράζουν την GPNMB.

Η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε γονιδιακά knock outs—απενεργοποιώντας το γονίδιο GPNMB — και μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών και παρατήρησε ότι ποντικοί με έλλειψη του γονιδίου GPNMB είχαν σημαντικά χειρότερο αποτέλεσμα μετά από καρδιακή προσβολή, περιλαμβανομένης υψηλότερης εμφάνισης ρήξης καρδιάς, μιας μοιραίας επιπλοκής.

Ποντικοί με φυσιολογική έκφραση  GPNMB στους οποίους δόθηκε επιπλέον δόση κυκλοφορούσας πρωτείνης GPNMB έδειξαν βελτιωμένη καρδιακή λειτουργία και μειωμένο ουλώδη ιστό.

Τέσσερις εβδομάδες μετά από προσομοιωμένη καρδιακή προσβολή, το 67% των ζώων με έλλειψη γονιδίου GPNMB εμφάνισε σοβαρή ίνωση σε σύγκριση με 8% των ζώων στην ομάδα ελέγχου.

Οι ερευνητές επίσης ανακάλυψαν ότι η GPNMB προσδένεται στον υποδοχέα GPR39, που εθεωρείτο ορφανός.

Η αλληλεπίδραση προκαλεί έναν καταρράκτη σημάτων που προάγουν την αναγέννηση ιστών και τον περιορισμό  του ουλώδους ιστού.

Η νέα έρευνα δείχνει τη δυνατότητα της GPNMB ως θεραπευτικού παράγοντα καθώς και της πρωτεΐνης GPR39 ως στόχου που μπορεί να περιορίσει τον ουλώδη ιστό, να βελτιώσει την καρδιακή λειτουργία και να προλάβει την καρδιακή ανεπάρκεια.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Nature Cardiovascular Research.

Πηγές:
Nature Cardiovascular Research.  

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΕΟΔΥ: 27 θάνατοι, 24 διασωληνωμένοι και 531 εισαγωγές ασθενών με CoViD
ΕΛΙΚΑΡ: Κοινωνική δράση υλοποίησης δωρεάν καρδιολογικού ελέγχου
13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ασθενών: Οι ασθενείς και το αύριο της Υγείας