Η έλλειψη υγειονομικών υποδομών συνδέεται με αυξημένη συχνότητα υπέρτασης στον ελληνικό πληθυσμό.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε ομάδα επιστημόνων από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, το Χαροκόπειο, την 1η Πανεπιστημιακή Καρδιολογική κλινική του “Ιπποκράτειου” της Αθήνας, το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης, τη 2η Διαβητολογική Πανεπιστημιακή κλινική στο νοσοκομείο “Αττικόν”, την καρδιολογική κλινική του “Ελπίς” και τη Σχολή Διαιτολογίας του αμερικανικού Πανεπιστημίου Tufts.
Από τη μελέτη, η οποία έγινε για το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) και παρατίθεται πιο κάτω, προκύπτει πως η επίπτωση της υπέρτασης είναι χαμηλότερη στους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη και μεγαλύτερη στη νησιωτική και την ηπειρωτική χώρα.
Η υπέρταση είναι ένας μείζον παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Μία σειρά από μεγάλες έρευνες, έχουν δείξει πως η επίπτωσή της στον ελληνικό πληθυσμό κυμαίνεται από 13% έως 27%.
Το 40% των πασχόντων έχει επίγνωση του προβλήματος και μόλις το 33% με 34% έχουν ρυθμισμένη την αρτηριακή τους πίεση.
Παρά το μεγάλο δείγμα που έχει προκύψει από τις έρευνες, τα ποσοστά μπορούν να αμφισβητηθούν, καθώς προέρχονται από νοσοκομεία και κλινικές και όχι από τον γενικό πληθυσμό.
Στόχος της μελέτης ήταν να διαμορφώσουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, προκειμένου να γίνει μετρηθεί η πραγματική επίπτωση της υπέρτασης στη χώρα μας.
Αξιοποιήθηκαν τα δεδομένα από την Εθνική Έρευνα για τη Διατροφή και την Υγεία, τα οποία είχαν συλλεχθεί τη διετία 2013 – 2015. Ελήφθησαν υπόψη παράγοντες, όπως η γεωγραφική πυκνότητα, η ηλικία και το φύλο.
Ταξινόμηση
Η ταξινόμηση των ατόμων που αξιολογήθηκαν έγινε ως εξής: άτομα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση και υπερτασικοί. Η επιλογή έγινε από ομάδα ειδικών επιστημόνων, βάσει κωδικών διάγνωσης και τη διεθνή ταξινόμηση των ασθενειών (ICD – 10).
Μετρήθηκαν, επίσης, σε σχέση με το εάν είχαν διαγνωστεί ως υπερτασικοί τουλάχιστον μία φορά στο παρελθόν και με βάση το εάν είχαν λάβει ποτέ αντιϋπερτασική φαρμακευτική αγωγή.
Το δείγμα αποτελείτο από συνολικά 3.775 ενήλικες (40,8% άνδρες) και μη έγκυες ή θηλάζουσες γυναίκες. Η συνολική εκτιμώμενη επικράτηση στον εκτιμήθηκε στο 16,6%, χωρίς διαφορές φύλου.
Ο υψηλότερος επιπολασμός της υπέρτασης και ο πληθυσμός όσων ακολουθούσαν θεραπεία βρέθηκαν σε ενήλικες που κατοικούσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα (25,1% και 93,6%, αντίστοιχα).
Ο χαμηλότερος επιπολασμός καταγράφηκε στις δύο περιφέρειες με τις μεγαλύτερες πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) (13,4% και 87,2% αντίστοιχα).
Υποδομές
Σύμφωνα με τη συντακτική ομάδα, ο υψηλότερος επιπολασμός μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από την έλλειψη κατάλληλων υποδομών υγειονομικής περίθαλψης στις περιοχές αυτές.
Σημειώνει, δε, πως ο επιπολασμός της υπέρτασης διαφέρει σημαντικά μεταξύ ηλικιακών ομάδων και φύλων. Οι άντρες ηλικίας 20 έως 39 ετών η συχνότητα είναι 2,7%, έναντι 1% στις γυναίκες της ίδιας ηλικίας.
Σε άνδρες 40 έως 59 ετών είναι 14,4% (13% στις γυναίκες) και σε άνδρες άνω των 60 ετών είναι 48,7% (54,8% στις γυναίκες).
Αίσθηση προκαλεί το εύρημα πως πολύ περισσότερες γυναίκες είχαν γνώση του προβλήματός τους (66,7%), σε σύγκριση με τους άνδρες (50,5%).
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μελέτη δείχνει πως σχεδόν 2 στους 5 Έλληνες αγνοούν πως έχουν υπέρταση και παρότι τα περισσότερα άτομα που διαγνώστηκαν ήταν σε θεραπεία, μόνο το 70% αυτών ελέγχονταν.
Επιπλέον Πληροφορίες
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Εορταστικές ημέρες διατροφής: Δες το αλλιώς
Κίρρωση ήπατος: Όσα πρέπει να γνωρίζετε
Γιατί υπάρχει τόσο στρες στις γιορτές