Αγγλικός όρος
insomnia
Ορισμός
Η υποκειμενική εμπειρία μη ικανοποιητικού ύπνου ή ύπνου που δεν αναζωογονεί.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η αϋπνία καλείται
«πρωτοπαθής» όταν υφίσταται επί απουσίας υποκείμενων νόσων και καταστάσεων. Συχνότερα εμφανίζεται ως δευτεροπαθές πρόβλημα, π.χ. ως
αποτέλεσμα εξάρτησης από αλκοόλ ή φαρμακευτικών ουσιών, διαταραχών της διάθεσης, συνδρόμου αεικίνητων ποδιών, άπνοια του ύπνου, ή σε ταξίδια
διαφορετικών ζωνών ώρας.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τα άτομα που ταλαιπωρούνται από αϋπνία συχνά αναφέρουν δυσκολία στην έλευση του ύπνου,
συχνές αφυπνίσεις τη νύχτα ή υπερβολικά νωρίς αφύπνιση το πρωί. Επίσης, συχνά εμφανίζουν καταβολή στην διάρκεια της ημέρας, με αδυναμία
συγκέντρωσης, με έλλειψη ενεργητικότητας και παραγωγικότητας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Βιοανάδραση, θεραπεία γνωστικής συμπεριφοράς, περιορισμός του
ύπνου, αποφυγή διεγερτικών ή αντικαταθλιπτικών, και θεραπείες υποκειμένων καταστάσεων συχνά βελτιώνουν αποτελεσματικά την διάρκεια και την ποιότητα
του ύπνου. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν βεν-ζοδιαζεπίνες και άλλα ηρεμιστικά/υπναγωγά, αν και μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές λόγω της
εξάρτησης, ανοχής, εξάρτησης, ή παλίνδρομης διαταραχής ύπνου όταν τα φάρμακα σταματούν.
Υπώνυμος όρος
altitude insomnia
fatal familiar insomnia