Αγγλικός όρος

dehydration

Ορισμός

1. Η αφαίρεση του νερού από μια ουσία.

2. Οι κλινικές επιπτώσεις της αρνητικής ισορροπίας των υγρών (δηλαδή, η πρόσληψη υγρών αδυνατεί να εξισορροπήσει την απώλεια υγρών). Η αφυδάτωση χαρακτηρίζεται από δίψα, ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, αυξημένα επίπεδα νατρίου στο πλάσμα, υπερωσμωτικότητα, ενώ σε βαριά περιστατικά κυτταρική διάσπαση, νεφρική ανεπάρκεια ή θάνατος.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Παγκοσμίως, η συνηθέστερη αιτία αφυδάτωσης είναι η διάρροια. Στα βιομηχανοποιημένα έθνη, η αφυδάτωση επέρχεται και από έμετο, πυρετό, ασθένειες που σχετίζονται με τη ζέστη, σακχαρώδη διαβήτη, χρήση διουρητικών, θυρεοτοξίκωση, υπασβεστιαιμία καθώς και άλλες ασθένειες. Στους ασθενείς που κινδυνεύουν από αφυδάτωση περιλαμβάνονται και εκείνοι με μειωμένο επίπεδο συνείδησης ή/και την αδυναμία πρόσληψης υγρών από το στόμα, ασθενείς που λαμβάνουν εντερικά τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, ηλικιωμένα άτομα που δεν καταναλώνουν αρκετό νερό και ασθενείς (ιδιαίτερα βρέφη και παιδιά) με υδαρή διάρροια. Στις κλινικές καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν υπερτονικότητα και αφυδάτωση περιλαμβάνονται η ανεπάρκεια σύνθεσης ή απελευθέρωσης της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH) από την οπίσθια υπόφυση (άποιος διαβήτης)· η μείωση της ανταπόκρισις των νεφρών στην ADH η ωσμωτική διούρηση (καταστάσεις υπεργλυκαιμίας, χορήγηση ωσμωτικών διουρητικών)· απώλεια περίσσειας ποσότητας πνευμονικού νερού σε καταστάσεις υψηλού πυρετού (ιδιαίτερα στα παιδιά)· καθώς και η υπερβολική εφίδρωση χωρίς την αναπλήρωση του νερού.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αφυδάτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το έλλειμμα ποσότητας υγρών. Στην τελευταία περίπτωση, η απώλεια του νερού και των ηλεκτρολυτών πραγματοποιείται στην ίδια αναλογία με την οποία υπάρχουν στα φυσιολογικά σωματικά υγρά· ως εκ τούτου, η αναλογία ηλεκτρολυτών προς νερό παραμένει αμετάβλητη. Στην αφυδάτωση, το κύριο έλλειμμα είναι στο νερό με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων των ηλεκτρολυτών ή της υπερτονικότητας.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Η θεραπεία της αφυδάτωσης στοχεύει στον προσδιορισμό και την αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας. Ο ασθενής αξιολογείται για μειωμένη σπαργή του δέρματος· ξηρές και κολλώδεις βλεννώδεις μεμβράνες· αδρή και ξηρή γλώσσα· απώλεια βάρους· πυρετός· ανησυχία· αναστάτωση και αδυναμία. Στα καρδιαγγειακά ευρήματα περιλαμβάνονται η ορθοστατική υπόταση, η μειωμένη καρδιαγγειακή πίεση και ο ταχύς ασθενικός παλμός. Τα σκληρά κόπρανα προκύπτουν όταν το πρόβλημα του ασθενούς δεν είναι πρωτίστως η υδαρής διάρροια. Στα ουρολογικά ευρήματα περιλαμβάνεται η μείωση του όγκου των ούρων (ολιγουρία), ειδικό βάρος μεγαλύτερο από 1,030 και αύξηση στην ωσμωτικότητα των ούρων. Η μελέτη του ορού του αίματος αποκαλύπτει αύξηση του νατρίου, των πρωτεϊνών, του αιματοκρίτη και της οσμωτικστητα του ορού.

Παρεμποδίζεται η συνεχιζόμενη απώλεια νερού ενώ το νερό αναπληρώνεται σύμφωνα με τη συνταγή, ξεκινώντας συνήθως με ενδοφλέβια χορήγηση διαλύματος 5% δεξτρόζης σε νερό όταν ο ασθενής δεν μπορεί να καταναλώσει υγρά από το στόμα. Μόλις καταστεί επαρκής η νεφρική λειτουργία, μπορούν να προστεθούν στο έγχυμα ηλεκτρολύτες με βάση την περιοδική αξιολόγηση των επιπέδων των ηλεκτρολυτών στον ορό.

Ετυμολογία

Υπώνυμος όρος

voluntary dehydration