Αγγλικός όρος
AIDS
Ορισμός
Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας, το προχωρημένο στάδιο της λοίμωξης από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Στα
κριτήρια της διάγνωσης εκτός από την λοίμωξη με τον HIV συμπεριλαμβάνονται 1) ο αριθμός των CD4+ βοηθητικών Τ λεμφοκυττάρων να είναι μικρότερος
από 200 κύτταρα/mm3, και 2) λοίμωξη με έναν ευκαιριακά παθογόνο μικροοργανισμό ή/και 3) η παρουσία μιας κακοήθειας που να σχετίζεται με το
AIDS. Αν και το AIDS δεν είχε αναγνωρισθεί πριν από το 1981, είναι στις ημέρες μας η κύρια αιτία θανάτου στην Αφρική και η 4η πιο συχνή αιτία
θανάτου παγκοσμίως. Η πλειοψηφία των ατόμων που πάσχουν από AIDS είναι μεταξύ 15 και 44 ετών, φτωχοί και ετεροφυλόφιλοι· έχουν περιορισμένη
πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας· και ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Βλ.: Παράρτημα Νοσηλευτικών Διαγνώσεων.
Έχουν αναφερθεί σχεδόν ένα εκατομμύριο περιστατικών AIDS στις Η.Π.Α.· περίπου οι 500.000 από αυτούς τους ασθενείς κατέληξαν. Κάθε χρόνο
εμφανίζονται 40.000 νέες περιπτώσεις ασθενών με AIDS. Παγκοσμίως, μέσα στο 2002, 40 εκατομμύρια άνθρωποι μολύνθηκαν από AIDS και περισσότεροι
από 25 εκατομμύρια κατέληξαν. Επομένως, δικαίως το AIDS θεωρείται η χειρότερη επιδημία στην ιστορία του ανθρώπου. Τα άτομα που ανήκουν στην βασική
ομάδα κινδύνου για λοίμωξη από τον ιό HIV και το AIDS είναι εκείνα που δεν λαμβάνουν προστασία κατά την σεξουαλική επαφή· οι χρήστες ενδοφλέβιων
ναρκωτικών ουσιών· οι άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άλλους άνδρες· και τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες οι οποίες πάσχουν. Κατά την
εποχή όπου δεν γινόταν έλεγχος του μεταγγιζόμενου αίματος, η μετάδοση του ιού μέσω μετάγγισης ήταν επίσης μια συχνή αιτία μετάδοσης του ιού.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Έχουν αναγνωριστεί δύο ανθρώπινοι ιοί ανοσοανεπάρκειας, ο HIV-1 και ο H7V-2. Και οι δύο προκαλούν AIDS αλλά η λοίμωξη με τον HIV-2 έχει περιορισθεί στην Δυτική Αφρική. Λοίμωξη συμβαίνει όταν μια ιική γλυκοπρωτεΐνη της κάψας του ιού (gp120) συνδεθεί με τους υποδοχείς CD4 και τους συνυποδοχείς τους (ονομάζονται CXCR4 και CCR5) στα λεμφοκύτταρα, στα μακροφάγα και σε άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, προκαλώντας είσοδο του ιού και τελικά καταστροφή του κυττάρου. Ο H7V είναι ένας ρετροϊός, ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ένζυμο το οποίο ονομάζεται ανάστροφη τρανσκριπτάση για να μετατρέψει το ιικο RNA σε ιικό DNA. Το ιικό DNA, στη συνέχεια, ενσωματώνεται στο κυτταρικό DNA Παράγονται νέες ιικές πρωτεΐνες που συγκεντρώνονται σε βίρια (ιικά σωματίδια) χρησιμοποιώντας το ιικό ένζυμο πρωτεάση. Περίπου 100 δισεκατομμύρια βίρια, πολλά από τα οποία διαθέτουν μικρές αλλά προστατευτικές μεταλλάξεις, παράγονται σε κάθε αναπαραγωγικό κύκλο του HIV. Οι περισσότεροι νέοι ιοί προσβάλλουν ταχέως τα κύτταρα της ανοσοποίησης ή καταφεύγουν στις αποθήκες του οργανισμού, στις οποίες η πρόσβαση των φαρμάκων είναι σχετικά δύσκολη. Η ικανότητα του HIV να αλλάζει και να διαφεύγει από τη δράση των φαρμάκων, έχει καταστήσει την φαρμακευτική αντιμετώπιση αυτού του νοσήματος αρκετά πολύπλοκη αλλά επίσης έχει εμποδίσει και την ανάπτυξη εμβολίων. Παρ όλα αυτά, η άμεση αντιμετώπιση με συνδυασμό φαρμάκων μειώνει τόσο τη σοβαρότητα της λοίμωξης όσο και την ανάπτυξη ανθεκτικών στα φάρμακα μεταλλαγμένων κλώνων, ενώ επιπρόσθετα παρατείνει και το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι να εκδηλωθεί το νόσημα.
Στις Η.Π.Α., στις πιο συνηθισμένες ευκαιριακές λοιμώξεις που προσβάλουν τους ασθενείς με AIDS συμπεριλαμβάνεται η πνευμονία από Pneumocystis carinii, Mycobacterium avium intracellulare (MAI), κυτταρομεγαλοϊό, Toxoplasma gondii, Candida albicans, Cryptosporidium και Histoplasma capsulatum. Οι ασθενείς με AIDS επίσης προσβάλλονται από μη ευκαιριακές λοιμώξεις (π.χ. φυματίωση, σύφιλη, λοίμωξη από έρπητα, ιούς των θηλωμάτων και στρεπτοκοκκική πνευμονία) σε συχνότητα και λοιμογόνο δράση πολύ μεγαλύτερη από αυτή του γενικού πληθυσμού.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Οι ευκαιριακές λοιμώξεις που συνοδεύουν το AIDS προκαλούν καταβολή, πυρετό, ρίγη, εφίδρωση, δύσπνοια, εξελκώσεις του στόματος, δυσκολίες στην κατάποση, πνευμονία, διάρροια, δερματικά εξανθήματα, ανορεξία, απώλεια βάρους, σύγχυση, άνοια, συμπτώματα παρόμοια με αυτά του εγκεφαλικού και πολλές άλλες ασθένειες. Η αρχική λοίμωξη με HIV-1 μερικές φορές προκαλεί ένα σύνδρομο παρόμοιο με αυτό της μονοπυρήνωσης, με πυρετό, πονόλαιμο, διόγκωση των αμυγδαλών, μυαλγίες και αρθραλγίες. Πολλοί ασθενείς είναι τόσο εξουθενωμένοι από το AIDS, που δεν είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας τις φυσιολογικές καθημερινές τους δραστηριότητες· άλλοι μπορεί να έχουν ελάχιστους περιορισμούς, αλλά να προσβάλλονται κατά περιόδους από επικίνδυνες για τη ζωή τους ασθένειες.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η παρουσία αντισωμάτων στο αίμα απέναντι στον HIV, αποτελεί ένα δείκτη λοίμωξης από HIV όταν τα αντισώματα ανευρίσκονται σε ασθενείς με μικρό αριθμό Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων, οι οποίοι εμφανίζουν σχετικές ασθένειες, τίθεται η διάγνωση του AIDS. Η βασική μέθοδος ελέγχου για αντισώματα του HIV είναι η ενζυμική ανοσοπροσροφητική ανάλυση (ELISA). Εάν εντοπισθούν αντισώματα κατά του HIV, χρησιμοποιείται η ηλεκτροφόρηση σε γέλη (western blot) για επιβεβαίωση. Υπάρχουν πλέον δοκιμασίες για την ανίχνευση του HIV, οι οποίες μπορούν να δώσουν αποτελέσματα μέσα σε 20 λεπτά. Εάν οι δοκιμασίες αυτές είναι θετικές, επιβεβαιώνονται με τη μέθοδο ELISA ή με την western blot αποτύπωση. Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό του νουκλεϊνικού οξέος του HIV στο αίμα. Η μέτρηση του απόλυτου αριθμού των Τ βοηθητικών κυττάρων και του επιπέδου της λοιμογόνου δράσης του HIV (επίσης ονομάζεται και ιικό φορτίο) είναι οι βασικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της πορείας της εγκατεστημένης λοίμωξης και την αποτελεσματικότητα της χορηγούμενης αγωγής.
ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η έρευνα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έδειξε ότι το 60% έως το 80% των ατόμων που είχαν προσβληθεί από τον HIV, εμφάνιζαν AIDS μετά από 10 χρόνια οροθετικστητας.
ΠΡΟΛΗΨΗ: Το κοινό θα πρέπει να εκπαιδευθεί σχετικά με την λοίμωξη από τον HIV και τον τρόπο μετάδοσής του. Η HIV λοίμωξη μεταδίδεται με άμεση επαφή με το αίμα ή τις σωματικές εκκρίσεις των πασχόντων, συνήθως μέσα από κάποια λύση της συνέχειας του δέρματος ή των βλεννογόνων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μεταδίδεται από κάποιο άτομο σε κάποιο άλλο με έναν από τους ακόλουθους τρεις τρόπους: σεξουαλικά, με έγχυση ή μετάγγιση παραγώγων του αίματος, ή από μητέρα προς νεογνό ή παιδί. Τα άτομα που δεν λαμβάνουν προφυλάξεις κατά την σεξουαλική επαφή και τα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών με μολυσμένες σύριγγες βρίσκονται στις ομάδες αυξημένου κινδύνου προσβολής από την νόσο. Θα πρέπει να ενθαρρύνεται ο κόσμος να χρησιμοποιεί προφυλακτικό ή να λαμβάνει άλλα μέτρα ασφαλούς σεξουαλικής συμπεριφοράς και ειδικά ανάμεσα στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες. Η αποφυγή των επικίνδυνων συμπεριφορών εμποδίζει την εξάπλωση της νόσου.
Η λοίμωξη με HIV που οφείλεται σε μετάγγιση αίματος είναι πλέον εξαιρετικά σπάνια, εξαιτίας του προσεκτικού ελέγχου του αποθέματος αίματος. Σε όλες τις έγκυες γυναίκες θα πρέπει να δίνεται η συμβουλή να ελέγχονται για την παρουσία αντισωμάτων HIV λόγω του ότι η χρήση αντιικής θεραπείας αμέσως μετά την εγκυμοσύνη μειώνει τη επίπτωση της λοίμωξης από HIV στα παιδιά σε ποσοστό μικρότερο από το 2%.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η χρήση υψηλής δραστικότητας αντιικής θεραπείας (HAART), κατά κανόνα με κάποιο φάρμακο το οποίο αναστέλλει την πρωτεάση του HIV-1 και δύο φάρμακα τα οποία αναστέλλουν την ανάστροφη τρανσκρυπτάση, έχει αλλάξει σημαντικά την αντιμετώπιση του AIDS. Ο συνδυασμός κοκτέιλ φαρμάκων είναι πιθανόν να μειώσει το ιικό φορτίο σε επίπεδα που δεν είναι καν ανιχνεύσιμα και να επαναφέρει σε κάποιο βαθμό την λειτουργία του ανοσοποιητικού στους ασθενείς με AIDS, οι οποίοι, αν και ατελώς, μπορούν να αμυνθούν απέναντι στις ευκαιριακές λοιμώξεις. Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο, σε ποια φάση του νοσήματος θα πρέπει να ξεκινήσει η χορήγηση της HAART προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Η αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών επιτυγχάνεται μόνο όταν οι ασθενείς συμμορφώνονται απόλυτα με τις οδηγίες της θεραπείας και όταν αποφεύγουν τις επικίνδυνες συμπεριφορές. Οι ασθενείς, ακόμα και όταν λαμβάνουν θεραπείες υψηλής δραστικότητας, είναι δυνατόν να μολύνουν άλλους με τον HIV.
Στα πλαίσια της αντιμετώπισης των ασθενών με AIDS, θα πρέπει να προλαμβάνονται ή να αντιμετωπίζονται οι ευκαιριακές λοιμώξεις του AIDS. Για τη θεραπεία αυτών χρησιμοποιούνται φάρμακα όπως η τριμεθπρίμη/σουλφομεθοξαζόλη ή το πενταμίδιο για την Pneumonocystis carinir κλαριθρομυκίνη και άλλα φάρμακα για την ΜΑΙ· γκανκυκλοβίρη για τον κυτταρομεγαλοϊό· αμφοτερικίνη Β για την ιστοπλάσμωση· και πολλά άλλα.
Για την αντιμετώπιση των κακοηθειών που σχετίζονται με τον AIDS, χρησιμοποιείται ιντερφερόνη-α για το σάρκωμα Kaposi και συνδυασμός χημειοθεραπευτικών φαρμάκων για το μη Hodgkin λέμφωμα.
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι φορείς υγείας δεν βρίσκονται σε ομάδα αυξημένου κινδύνου για το AIDS ή λοίμωξη από τον HIV, εφ' όσον ακολουθούν κάποιες σταθερές προφυλάξεις. Η έκθεση των ιατρών και του προσωπικού στα υγρά του ασθενούς με AIDS είναι συχνή, αλλά η μετάδοση του ιού είναι σπάνια. Ο κίνδυνος λοίμωξης από τον HIV, μετά από τρύπημα από μια μολυσμένη βελόνα είναι 0,3%· ο κίνδυνος οροθετικότητας μετά από επαφή των βλεννογόνων με μολυσμένο αίμα είναι 0,09%. Ο ιός δεν αναπαράγεται ή δεν επιβιώνει έξω από το σώμα (δηλαδή, πάνω σε μετρητές ή άλλες επιφάνειες).
Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στην εκπαίδευση των ασθενών σχετικά με την πρόληψη της εξάπλωσης του HIV. Οι ασθενείς ενθαρρύνονται ώστε να συμμορφωθούν με τις περίπλοκες συνταγές των φαρμάκων εξαιτίας του ότι η μη συμμόρφωση μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικών στα φάρμακα στελεχών. Εξαιτίας της ανάγκης λήψης πολλών αντιικών φαρμάκων όπως επίσης και φαρμάκων για την αντιμετώπιση των ευκαιριακών λοιμώξεων, του συνδρόμου εξάντλησης του AIDS, του πόνου, της κατάθλιψης και των άλλων επιπλοκών, ο ασθενής αναγκάζεται να λαμβάνει 30 έως 40 δισκία ημερησίως.
Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εκτιμούν και να ελέγχουν για τυχόν εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών και αλληλεπίδρασης μεταξύ των φαρμάκων και να ενθαρρύνουν τους ασθενείς να αναφέρουν τις ανησυχίες τους προκειμένου να αποφευχθεί η παράλειψη κάποιων δόσεων, η αλλαγή σε ακατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες ή εγκατάλειψης της θεραπείας. Το κόστος της φαρμακοθεραπείας και των υπολοίπων υπηρεσιών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη συμμόρφωση. Αναζητήστε τοπικές ή κυβερνητικές οργανώσεις που να παρέχουν κάθε μορφής υποστήριξη. Ο ασθενής βοηθιέται ώστε να λάβει κοινωνική υποστήριξη· πληροφορίες σχετικά με τη νόσο· χρηματοδότηση για στέγαση, τροφή και φάρμακα· επίσης εξωνοσοκομειακή ή ενδονοσοκομειακή αγωγή ή παραμονή εντός του νοσοκομείου όταν κρίνεται απαραίτητο. επίσης, καλό είναι να είναι ενημερωμένοι σχετικά με την ύπαρξη υποστηρικτικών ομάδων τόσο των ασθενών όσο και ομάδων που βοηθούν στη επανασύνδεση με την οικογένεια ή με άλλους ανθρώπους σε περίπτωση που έχει προηγηθεί αποξένωση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και του ασθενούς. Επιπλέον, οι ασθενείς ενθαρρύνονται να διατηρήσουν την σωματική τους δραστηριότητα, στον βαθμό που μπορούν, διαθέτοντας στον εαυτό τους επαρκή χρόνο τόσο για να ασκηθούν όσο και για να αναπαυθούν. Υποστηρικτική φροντίδα παρέχεται για την αντιμετώπιση της κόπωσης, της ανορεξίας και του πυρετού. Επίσης, θα πρέπει να φροντίζεται με ιδιαίτερη προσοχή το δέρμα και του στόμα, ιδιαίτερα των εξασθενημένων ασθενών. Καταγράφεται η πρόσληψη θερμίδων και εκτιμάται η ανάγκη για μικρά, συχνά γεύματα, διαιτητική υποστήριξη ή παρεντερική σίτιση. Οι μητέρες με HIV ή AIDS θα πρέπει να αποθαρρύνονται από τον θηλασμό.
Ετυμολογία
Acquired immunodeficiency syndrome
Υπώνυμος όρος
ανοσολογικό AIDS
περιγεννητικό AIDS
AIDS-dementia complex
AIDS-related complex
AIDS wasting syndrome