Αγγλικός όρος
amenorrhea
Ορισμός
Απουσία εμμήνου ρύσεως, εξαιτίας απουσίας εμμηναρχής (δηλαδή, απουσία εμμήνου ρύσεως μέχρι την ηλικία των 16
ετών) ή απουσία την εμμήνου ρύσεως για περισσότερους από 3 μήνες σε γυναίκες οι οποίες παλαιότερα είχαν έμμηνο ρύση και οι οποίες δεν είναι έγκυες. Η
αμηνόρροια μπορεί να είναι φυσιολογική ή πρωτοπαθής όταν συμβαίνει στα πλαίσια της εγκυμοσύνης, της πρώιμης γαλουχίας ή μετά την εμμηνόπαυση.
Παθολογική ή δευτεροπαθής θεωρείται όταν οφείλεται σε κάποιες άλλες καταστάσεις.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι πρωταρχικές αιτίες της μη φυσιολογικής
εμμήνου ρύσεως σχετίζονται με κάποια υποκείμενη υποθαλαμική-υποφυσιακή-ενδοκρινική διαταραχή ή με συγγενείς ή επίκτητες διαταραχές της φυσιολογικής
αναπαραγωγικής οδού. Στις πιο συνηθισμένες παθολογικές καταστάσεις συμπεριλαμβάνονται οι μεταβολικές διαταραχές, όπως είναι ο διαβήτης, η κακή θρέψη
ή η παχυσαρκία· οι συναισθηματικές ή σχετιζόμενες με άγχος διαταραχές, όπως η νευρογενής ανορεξία· και οι συστηματικές διαταραχές όπως ο καρκίνος, ο
λύκος ή η φυματίωση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: θα πρέπει να καθορίζεται ποια είναι η υποκείμενη αιτία και να διορθώνεται. Εάν υπάρχει ανεπάρκεια κάποιας
ορμόνης, θα πρέπει να συστήνεται θεραπεία υποκατάστασης.
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Η ασθενής εξετάζεται για τυχόν άλλα συμπτώματα και
ενθαρρύνεται να αναζητήσει ιατρική βοήθεια εάν η αμηνόρροια δεν σχετίζεται με εγκυμοσύνη, εμμηνόπαυση ή με κάποια ορμονοθεραπεία.
Ετυμολογία
[" + "+ rhoia, ‘ροή]
Υπώνυμος όρος
dietary amenorrhea
emotional amenorrhea
exercise amenorrhea
hyperprolactinemic amenorrhea
hypothalamic amenorrhea
lactational amenorrhea
pathological amenorrhea
physiological amenorrhea
postpartum amenorrhea
primary amenorrhea
secondary amenorrhea
stress amenorrhea