Αγγλικός όρος
handicap
Ορισμός
Ένας όρος που χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της «ανικανότητας» ή του «λειτουργικού περιορισμού». Η λέξη «αναπηρία» θεωρείται πλέον υποτιμητική από πολλά άτομα. Η αναπηρία εκτιμάται από την Διεθνή Ταξινόμηση Εκπτώσεων, Ανικανοτήτων και Αναπηριών ως κοινωνική συνέπεια της ανικανότητας διεξαγωγής κάποιων εργασιών ή πρόσβασης σε κάποιους χώρους, λόγω μιας ή περισσοτέρων διαταραχών· σε κάποιες κοινωνίες, η αναπηρία έχει εξισωθεί με την κοινωνική μειονεξία, όσον αφορά την ισοτιμία του ατόμου. Οι όροι «περιορισμός της δραστηριότητας» ή «περιορισμός της συμμετοχής» προτιμώνται από πολλούς ειδικούς στη φυσικοθεραπεία, την επαγγελματική θεραπεία και τη λογοθεραπεία, καθώς και σε σχετικούς τομείς.