Αγγλικός όρος
respiratory failure, acute
Ορισμός
Οποιαδήποτε διαταραχή της οξυγόνωσης ή του αερισμού, στην οποία η μερική πίεση
οξυγόνου του αρτηριακού αίματος πέφτει κάτω από τα 60 mmHg ή/και η μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα αυξάνει πάνω από 50mmHg και το Ph
πέφτει κάτω από 7,35.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ασθενής θα χρειαστεί υποστηρικτική χορήγηση οξυγόνου. Διασωλήνωση και
μηχανικός αερισμός μπορεί να χρειασθούν, αν ο ασθενής δεν έχει επαρκή οξυγόνωση και αερισμό (δηλ., εάν παρατηρείται κατακράτηση του διοξειδίου του
άνθρακα). Η θεραπεία εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία της αναπνευστικής ανεπάρκειας (π.χ., βρογχοδιασταλτικά για το άσθμα, αντιβιοτικά για την
πνευμονία, διουρητικά και αγγειοδιασταλτικά για τη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια).
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ασθενείς με οξεία
αναπνευστική ανεπάρκεια εισάγονται συνήθως σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ο ασθενής τοποθετείται με σκοπό την άριστη ανταλλαγή αερίων, καθώς και
την ανακούφιση του. Χορηγείται υποστηρικτά οξυγόνο, αλλά ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, οι οποίοι κατακρατούν διοξείδιο του άνθρακα,
παρακολουθούνται στενά για αντίθετα αποτελέσματα. Θερμικά ουδέτερο περιβάλλον διατηρείται, ώστε να μειώνονται οι ανάγκες του ασθενή σε οξυγόνο. Ο
ασθενής παρακολουθείται προσεκτικά για σημεία αναπνευστικής καταστολής. Γίνεται ακρόαση των πνευμονικών ήχων και οποιαδήποτε επιδείνωση στον
κορεσμό του οξυγόνου αναφέρεται άμεσα. Ο ασθενής επίσης παρακολουθείται για αρνητική φαρμακευτική δράση και για επιπλοκές της θεραπείας, όπως
τοξικότητα από οξυγόνο και σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας. Τα ζωτικά σημεία εκτιμώνται συχνά και αναφέρεται η παρουσία πυρετού,
ταχυκαρδίας, ταχύπνοιας ή βραδύπνοιας και υπότασης. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα παρακολουθείται για αρρυθμίες. Τα επίπεδα ηλεκτρολυτών στον ορό και η
ισορροπία των υγρών παρακολουθούνται και λαμβάνονται μέτρα για τη διόρθωση και αποφυγή οποιασδήποτε διαταραχής. Εάν χρειαστεί μηχανικός
αερισμός, οι ρυθμίσεις του αναπνευστήρα και των συγκεντρώσεων του εισπνεόμενου οξυγόνου προσαρμόζονται με βάση τις τιμές των αερίων του
αρτηριακού αίματος.
Μετά την οξυγόνωση πραγματοποιείται αναρρόφηση της τραχείας, αν χρειασθεί και υγροποίηση, ώστε να ρευστοποιηθούν οι
εκκρίσεις. Οι εκκρίσεις συλλέγονται αν χρειασθεί, για καλλιέργεια και τεστ ευαισθησίας. Η αποστειρωμένη τεχνική κατά τη διάρκεια της αναρρόφησης και η
αλλαγή του σωλήνα αερισμού, συμβάλλουν στην αποφυγή λοιμώξεων. Η χρήση τεχνικής ελάχιστων διαρροών για τη διάταση του ενδοτραχειακού ταινιοειδή
σωλήνα, συμβάλλει στην αποφυγή διάβρωσης της τραχείας. Τοποθετώντας τον ρινοενδοτραχειακό σωλήνα στη μέση γραμμή εντός του ρώθωνα,
αποφεύγοντας υπερβολική κινητικότητα του σωλήνα και παρέχοντας επαρκή υποστήριξη για αερισμό μέσω του σωλήνα, ενισχύεται η αποφυγή ρινικής και
ενδοτραχεια-κής ιστικής νέκρωσης. Περιοδική χαλάρωση των ταινιών ασφαλείας εμποδίζει ερεθισμούς και βλάβες του δέρματος. Ο ασθενής υποβοηθείται σε
περιπτώσεις επιπλοκών του μηχανικού αερισμού, όπως είναι η μειωμένη καρδιακή παροχή, ο πνευμοθώρακας ή άλλο σοβαρό τραύμα, αυξημένη αντίσταση
πνευμονικών αγγείων, μειωμένη παροχή ούρων, αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση και γαστρεντερική αιμορραγία. Όλες οι εξετάσεις, οι διαδικασίες και οι τρόποι
αντιμετώπισης πρέπει να εξηγούνται στον ασθενή και την οικογένεια. Τέτοια μέτρα όπως τα ανωτέρω θα πρέπει να αιτιολογούνται, ενώ πρέπει να εκμαιεύεται
η ανησυχία του ασθενή και να αντιμετωπίζεται. Εάν ο ασθενής είναι διασωληνωμένος (ή έχει υποστεί τραχειοστομία), πρέπει να του εξηγηθεί γιατί δεν είναι
δυνατή η ομιλία και να εκπαιδευθεί στη χρήση εναλλακτικών μεθόδων επικοινωνίας και έκφρασης αναγκών, επιθυμιών και ανησυχιών στο ιατρονοσηλευτικό
προσωπικό και τα μέλη της οικογένειας.