Αγγλικός όρος
respiration
Ορισμός
1. Η ανταλλαγή αερίων ανάμεσα στον οργανισμό και το περιβάλλον στο οποίο ζει.
2. Η διαδικασία της αναπνοής(δηλ.
εισπνοή και εκπνοή) κατά τη διάρκεια της οποίας οι πνεύμονες γεμίζουν με αέρα μέσω της εισπνοής και το διοξείδιο του άνθρακα αποβάλλεται μέσω της
εκπνοής. Η φυσιολογική ανταλλαγή του οξυγόνου με το διοξείδιο του άνθρακα στους πνεύμονες κατά τη διάρκεια της αναπνοής είναι αδύνατη, εκτός αν ο
πνευμονικός ιστός αιματώνεται επαρκώς.
Ετυμολογία
[Λατ. respiratio, αναπνοή]
Υπώνυμος όρος
abdorminal respiration
absent respiration
accelerated respiration
aerobic respiration
amphoric respiration
anaerobic respiration
apneustic respiration
artificial respiration
Biot's respiration
Bouchut's respiration
cell respiration
Cheyne-Stokes respiration
cogwheel
respiration
costal respiration
cutaneous respiration
decreased respiration
diaphragmatic respiration
direct respiration
electrophrenic respiration
external respiration
fetal respiration
forced respiration
internal respiration
interrupted respiration
intrauterine respiration
Kussmaul's respiration
labored respiration
mitochondrial respiration
muscles of respiration
paradoxical
respiration
periodic respiration
placental respiration
radiofrequency electrophrenic respiration
slow respiration
stertorous
respiration
stridulous respiration
thoracic respiration
tissue respiration
vicarious respiration