Αγγλικός όρος
inhibition
Ορισμός
1. Η καταστολή ή αναχαίτιση μίας λειτουργίας.
2. Στη φυσιολογία, η παύση μίας δραστηριότητας ή λειτουργίας ενός
οργάνου, όπως η επιβράδυνση του ρυθμού ή παύση της καρδιάς που προκαλείται από την ηλεκτρική διέγερση του πνευμονογαστρικού.
3. Στην
ψυχιατρική, η αναστολή μίας νοητικής διαδικασίας σχεδόν ταυτόχρονα από μία αντίθετη νοητική διαδικασία. Μία εσωτερική παρεμπόδιση της ελεύθερης
σκέψης και δραστηριότητας.
Ετυμολογία
[Λατ. inhibere, αναχαιτίζω, συγκρατώ]
Υπώνυμος όρος
competitive inhibition
contact inhibition
noncompetitive inhibition
psychic inhibition
selective inhibition