Αγγλικός όρος
decompensation
Ορισμός
1. Αδυναμία της καρδιάς να διατηρήσει επαρκή κυκλοφορία ή αδυναμία άλλων οργάνων για σωστή
λειτουργία υπό συνθήκες στρες ή ασθένειας.
2. Στην ψυχολογία, η αδυναμία των μηχανισμών άμυνας όπως αυτοί προκύπτουν στα αρχικά και τα
μετέπειτα επεισόδια μιας οξείας πνευματικής ασθένειας.
Ετυμολογία
[Λατ. de, από + compensare, κάνω ξανά κάτι καλό]