Αγγλικός όρος
aneurysm
Ορισμός
Εντοπισμένη παθολογική διάταση ενός αιμοφόρου αγγείου, συνήθως μιας αρτηρίας· οφείλεται σε κάποιο συγγενές έλλειμμα ή
σε αδυναμία του τοιχώματος του αγγείου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Στην αορτή, η αθηροσκλήρυνση είναι η πιο συχνή αιτία. Συφιλιδικά ανευρύσματα
ανευρίσκονται μερικές φορές στην ανιούσα αορτή. Οι βακτηριακές και μυκωτικές λοιμώξεις και βλάβες είναι συχνές αιτίες δημιουργίας ανευρυσμάτων στις
περιφερικές αρτηρίες.
Ετυμολογία
[Ελλ aneurysma, ανεύρυσμα]
Υπώνυμος όρος
abdominal aortic aneurysm
aortic
aneurysm
arteriovenous aneurysm
atherosclerotic aneurysm
Bernards aneurysm
berry aneurysm
cerebral aneurysm
Charcot-Bouchard aneurysm
cirsoid aneurysm
compound aneurysm
dissecting aneurysm
fusiform aneurysm
mycotic
aneurysm
racemose aneurysm
sacculated aneurysm
varicose aneurysm
venous aneurysm