Αγγλικός όρος
immune response
Ορισμός
Η αντίδραση του οργανισμού σε ξένα αντιγόνα ώστε να εξουδετερωθούν ή να εξολοθρευτούν, αποτρέποντας έτσι τις νόσους ή τις βλάβες που αυτά τα αντιγόνα μπορούν να προκαλέσουν. Η αντίδραση αυτή προϋποθέτει πως ο οργανισμός αναγνωρίζει το αντιγόνο ως «μη δικό του», ή ξένο. Υπάρχουν πολλά συστατικά της ανοσολογικής απάντησης. Η μη ειδική ανοσολογική απάντηση, ή φλεγμονή, αποτελεί την απάντηση των ιστών του σώματος και των κυττάρων σε τραυματισμό από οποιαδήποτε πηγή (π.χ. τραύμα, μικροοργανισμούς, χημικά, ισχαιμία). Στην αρχική αντίδραση του οργανισμού σε οποιαδήποτε απειλή περιλαμβάνεται η αγγειακή, η χημική και η δραστηριότητα των λευκών αιμοσφαιρίων. Η ειδική ανοσολογική απάντηση, που περιλαμβάνει τα Τ και τα Β λεμφοκύτταρα, αποτελεί αντίδραση στον τραυματισμό ή στην εισβολή συγκεκριμένων οργανισμών ή ξένων πρωτεϊνών. Η κυτταρική ανοσολογική απάντηση αναφέρεται στην δραστηριότητα των Τ λεμφοκυττάρων (Τ κύτταρα) που παράγονται από τον θύμο αδένα ως απάντηση στην έκθεση σε κάποιο αντιγόνο. Χωρίς τα Τ λεμφοκύτταρα ο οργανισμός δεν μπορεί να προστατευθεί από πολλές νόσους που προκαλούν μικρόβια. Για παράδειγμα, η απώλεια των Τ λεμφοκυττάρων σε ασθενείς με σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) οδηγεί σε λοιμώξεις από ευκαιριακά μικρόβια τα οποία διαφορετικά θα ήταν σχετικά καλά ανεκτά από άτομα με φυσιολογική κυτταρική ανοσία. Η δραστηριότητα των Τ κυττάρων αποτελεί επίσης την βάση της καθυστερημένης υπερευαισθησίας, της απόρριψης μοσχευμάτων, και της αντίδρασης στον καρκίνο. Η χυμική ανοσολογική απάντηση αναφέρεται στην παραγωγή των ειδικών για το αντιγόνο αντισωμάτων από τα Β λεμφοκύτταρα (Β κύτταρα). Η πρόσδεση των αντισωμάτων στα ξένα αντιγόνα μέσα στην κυκλοφορία του αίματος, βοηθά στην απενεργοποίησή τους ή στην απομάκρυνσή τους.
Κύριος όρος
immune