Αγγλικός όρος

immunoglobulin

Ορισμός

1. Μία ομάδα ποικίλων πρωτεϊνών του πλάσματος που συντίθενται από πολυπεπτιδικές αλυσίδες και αποτελούν έναν από τους κύριους μηχανισμούς της προστασίας έναντι των νόσων. Υπάρχουν δύο διαφορετικές μορφές. Η πρώτη ομάδα ανοσοσφαιρινών βρίσκονται στην επιφάνεια των ωρίμων Β κυττάρων, καθιστώντας τα ικανά να συνδεθούν με χιλιάδες αντιγόνα. Όταν τα αντιγόνα συνδέονται, τα Β πλασματοκύτταρα εκκρίνουν τον δεύτερο τύπο ανοσοσφαιρινών, τα ειδικά για το αντιγόνο αντισώματα, τα οποία βρίσκονται στην αιματική κυκλοφορία και συγκεντρώνονται στον λεμφικό ιστό, ιδιαίτερα στον σπλήνα και στους λεμφαδένες, και συνδέονται και καταστρέφουν συγκεκριμένα ξένα αντιγόνα και διεγείρουν άλλες δράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα αντισώματα επίσης ενεργοποιούν τον καταρράκτη του συμπληρώματος, εξουδετερώνουν τις βακτηριακές τοξίνες και τους ιούς και λειτουργούν ως οψωνίνες, διεγείροντας την φαγοκυττάρωση.

Οι ανοσοσφαιρίνες δημιουργούνται από ελαφρές και βαριές πολυπεπτιδικές αλυσίδες (αναλόγως του μοριακού βάρους) που αποτελούνται από100 περίπου αμινοξέα. Οι αλυσίδες αυτές καθορίζουν την δομή των θέσεων σύνδεσης του αντιγόνου και λόγω αυτού του γεγονότος την ειδικότητα του αντισώματος για ένα αντιγόνο. Οι πέντε τύποι ανοσοσφαιρινών (IgA IgD, IgE, IgG, IgM) αποτελούν περίπου το 30% των πρωτεϊνών του πλάσματος. Τα αντισώματα είναι μία από τις τρεις κατηγορίες σφαιρινών, ή πρωτεϊνών του πλάσματος, που συντελούν στην διατήρηση της κολλοειδωσμωτικής πίεσης.

2. Ευρέως χρησιμοποιούμενη ονομασία για την άνοση σφαιρίνη, ένα διάλυμα που περιέχει αντισώματα για έναν συγκεκριμένο μικροοργανισμό τα οποία λαμβάνονται από ανθρώπινο πλάσμα δωρητή.

Συντομογραφία

Ig

Συνώνυμο

antibody

Υπώνυμος όρος

immunoglobulin A
immunoglobulin D
immunoglobulin E
immunoglobulin G
intravenous immunoglobulin
immunoglobulin M