Αγγλικός όρος
tolerance
Ορισμός
Ικανότητα αντοχής ενός μεγάλου ποσού μιας ουσίας (τροφή, φάρμακο, ή δηλητήριο) χωρίς παρενέργειες και δείχνοντας μειωμένη ευαισθησία σε επακόλουθες δόσεις της ίδιας ουσίας.
Ετυμολογία
[Λατ. tolerantia, ανοχή]
Υπώνυμος όρος
drug tolerance
exercise tolerance
glucose tolerance
immunological tolerance
impaired glucose tolerance
oral tolerance
pain
tolerance
radiation tolerance
tissue tolerance