Αγγλικός όρος
reaction
Ορισμός
1. Η αντίδραση, απόκριση ενός οργανισμού ή ενός μέρους αυτού σε ένα ερέθισμα.
2. Στη χημεία, μια χημική διαδικασία ή μεταβολή, αντίδραση· μετατροπή μιας ουσίας σε μια άλλη ως απάντηση σε ένα ερέθισμα.
3. Αντίθετη δραστηριότητα ή δραστηριότητα σε αντιπαράθεση.
4. Μια συναισθηματική και διανοητική αντίδραση σε ένα ερέθισμα.
Ετυμολογία
[Λατ. reactus, αντιδρών]