Αγγλικός όρος

rehabilitation

Ορισμός

1. Διαδικασίες θεραπείας και εκπαίδευσης, που βοηθούν άτομα με αναπηρία να επιτύχουν τη μέγιστη λειτουργικότητα, μία αίσθηση ευεξίας και ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανεξαρτησίας. Αποκατάσταση μπορεί να χρειασθεί σε οποιαδήποτε ασθένεια ή τραυματισμό, που προκαλεί πνευματική ή σωματική βλάβη, με αποτέλεσμα περιορισμό της λειτουργικότητας ή αναπηρία. Ο μετεμφραγματικός ασθενής, ο μετατραυματικός ασθενής, ο ασθενής με ψυχολογικές παθήσεις και οι μεταχειρουργικοί ασθενείς χρειάζονται και μπορούν να ωφεληθούν από τις προσπάθειες αποκατάστασης. Οι συνδυασμένες προσπάθειες του ατόμου, της οικογένειας, των φίλων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και του συνόλου του προσωπικού υγείας, καθώς και των κοινωνικών υπηρεσιών είναι σημαντικές να καταστήσουν δυνατή την αποκατάσταση.

2. Στην οδοντιατρική, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επαναφορά της οδοντοφυΐας σε άριστη λειτουργική κατάσταση. Μπορεί να συμπεριλάβει σφραγίσματα, στεφάνες και γέφυρες. Προσαρμογή των μασητικών επιφανειών, μέσω εκλεκτικής μάσησης. Ορθοδοντική ευθυγράμμιση. Η χειρουργική διόρθωση προβληματικών ή μη ευθυγραμμισμένων τμημάτων. Μπορεί να γίνει προς βελτίωση της μάσησης, της αισθητικής του προσώπου και των οδόντων, του λόγου ή τη διατήρηση της οδοντοφυΐας και υποστήριξη των ιστών. Λέγεται επίσης αποκατάσταση μάσησης και στόματος ή προφορική αποκατάσταση.

Συνώνυμο

care, restorative

Ετυμολογία

[Λατ. rehabilitare]

Υπώνυμος όρος

aquatic rehabilitation
cardiac rehabilitation
cognitive rehabilitation
driver rehabilitation
neurological rehabilitation
pool rehabilitation
pulmonary rehabilitation