Αγγλικός όρος

desaturation

Ορισμός

1. Διαδικασία με την οποία μια κορεσμένη οργανική ένωση μετατρέπεται σε ακόρεστη, όπως το στεαρικό οξύ, C18H36O2 που μετατρέπεται σε ελαϊκό οξύ, C18H34O2. Το προϊόν παρουσιάζει διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες μετά τον μετασχηματισμό του.

2. Η αφαίρεση ενός συστατικού από ένα χημικό διάλυμα (π.χ. της διαλελυμένης ουσίας από ένα διαλυτικό μέσο).

3. Ο διαχωρισμός τσυ οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη.

Ετυμολογία

[Λατ. de, από + saturare, γεμίζω]