Αγγλικός όρος
seizure
Ορισμός
1. Σπασμός ή οποιαδήποτε άλλη κλινική εκδήλωση προκαλούμενη από αιφνίδια εκκένωση ηλεκτρικής
δραστηριότητας στον εγκέφαλο.
2. Αιφνίδια προσβολή πόνου, ασθένειας ή συγκεκριμένων συμπτωμάτων.
Ετυμολογία
[Αρχ. Γαλλ. seisir, κατέχω]
Υπώνυμος όρος
absence seizure
convulsive seizure
grand mal seizure
jacksonian seizure
petit mal seizure