Αγγλικός όρος

detergent

Ορισμός

1. Κάτι που καθαρίζει ή αφαιρεί ρύπους· καθαριστικό.

2. Απορρυπαντικό. Παράγοντας καθαρισμού ή ύγρανσης ο οποίος παρασκευάζεται συνθετικά από πολλά χημικά. Αυτά κατατάσσονται ως ανιονικά όταν έχουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο ή κατιονικά όταν έχουν θετικό φορτίο.

Ετυμολογία

[Λατ. detergere, καθαρίζω]

Υπώνυμος όρος

anionic detergent