Αγγλικός όρος

sterilization

Ορισμός

1. Αποστείρωση· η διαδικασία πλήρους απομάκρυνσης ή καταστροφής όλων των μικροοργανισμών από μία ουσία μέσω έκθεσης σε χημικούς ή φυσικούς παράγοντες, ιονίζουσα ακτινοβολία, ή με τη διήθηση αερίων ή υγρών μέσω πορωδών υλικών τα οποία απομακρύνουν τους μικροοργανισμούς. Μια ουσία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί επαρκώς ως μερικώς αποστειρωμένη.
2. Στείρωση· η διαδικασία της στείρωσης. Μπορεί να επιτευχθεί με τη χειρουργική αφαίρεση των όρχεων ή των ωοθηκών (ευνουχισμός) ή με την απενεργοποίηση με ακτινοβόληση, ή με το δέσιμο ή απομάκρυνση τμήματος των αναπαραγωγικών αγωγών (σπερματικός πόρος, ή σάλπιγγες).

Ετυμολογία

[Λατ. sterilis, άγονος ]

Υπώνυμος όρος

dry heat sterilization
fractional sterilization
gas sterilization
intermittent sterilization
laparoscopic sterilization
steam sterilization