Αγγλικός όρος

abscess

Ορισμός

Μια εντοπισμένη συλλογή πύου σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος που είναι αποτέλεσμα εισβολής ενός πυογόνου βακτηρίου ή άλλου παθογόνου. Ο Staphylococcus aureus αποτελεί συχνή αιτία. Το απόστημα περιβάλλεται από μια μεμβράνη ποικίλης ισχύος που δημιουργείται από μακροφάγα, ινώδη παράγωγα και κοκκιώδη ιστό. Τα αποστήματα μπορούν να διαταράξουν τη λειτουργία γειτονικών ιστών και μπορεί να είναι απειλητικά για τη ζωή, αν η διόγκωση παρεμποδίζει την αναπνοή ή τη λειτουργία ενός ζωτικού οργάνου. Βλ.: εικόνα

Ετυμολογία

[Λατ. abscessus, απομάκρυνση]

Υπώνυμος όρος

acute abscess
alveolar abscess
amebic abscess
anorectal abscess
apical abscess
appendicular abscess
axillary abscess
Bartholin abscess
bicameral abscess
bile duct abscess
biliary abscess
bone abscess
brain abscess
breast abscess
Brodies abscess
bursal abscess
canalicular abscess
caseous abscess
cerebral abscess
cholangitic abscess
chronic abscess
circumtonsillar abscess
cold abscess
collar-button abscess
dental abscess
dentoalveolar abscess
diffuse abscess ...