Αγγλικός όρος
decompression
Ορισμός
1. Η απομάκρυνση της πίεσης, όπως τα αέρια στην εντερική οδό.
2. Η βραδεία ελάττωση ή
απομάκρυνση της πιέσεως σε καταδύτες και εργάτες ανέλκυσης πλοίων που αποτρέπει τη δημιουργία φυσαλίδων αζώτου στα μεσοδιαστήματα των ιστών.
Ετυμολογία
[" + compressio, από κοινού συμπίεση]
Υπώνυμος όρος
abdominal decompression
explosive
decompression