Αγγλικός όρος
depot
Ορισμός
Ένας χώρος αποθήκευσης, ειδικότερα στο σώμα όπως είναι το αποθηκευμένο λίπος ή το αποθηκευμένο φάρμακο. Στα φάρμακα τα οποία παραμένουν επί μακρού αποθηκευμένα στο σώμα μετά την έγχυση, μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται οι ορμονικές (όπως η προγεστερόνη, η τεστοστερόνη, η ινσουλίνη και η λευπρολίδη) και οι αντιψυχωσικές ουσίες (όπως η αλοπεριδόλη καιη ρισπεριδόνη).
Ετυμολογία
[Γαλλ. depot, Γαλλ. Λατ. depositum]