Αγγλικός όρος

arsenic, arsenium

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: As. Δηλητηριώδες λευκόφαιο μεταλλικό στοιχείο, ατομικό βάρος 74,922, ατομικός αριθμός 33, ειδικό βάρος 5,73. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωμάτων και φαρμάκων. Αρσενικό μπορεί να υπάρχει στο χώμα, στο νερό, στον αέρα και αποτελεί συνηθισμένη τοξική ουσία στο περιβάλλον. Ασήμαντα ίχνη αρσενικού ανευρίσκονται στα λαχανικά και στα ζώα και τα αυγά. Πολλά μικροβιοκτόνα που χρησιμοποιούνται είτε στο νοικοκυριό είτε στον κήπο περιέχουν διάφορες μορφές αρσενικού. Όλα αυτά είναι τοξικά εάν καταποθούν ή εισπνευστούν σε επαρκείς ποσότητες. Η συσσώρευση του αρσενικού στο σώμα μπορεί να προκαλέσει διαταραχές τους γαστρεντερικού σωλήνα, ναυτία, εμετούς, διάρροια, αφυδάτωση, νευρίτιδα, και παράλυση των μυών του καρπού και του αγκώνα.

Ετυμολογία

[Λατ. arsenicum, αρσενικό]

Υπώνυμος όρος

arsenic trioxide