Αγγλικός όρος
utricle
Ορισμός
1. Μικρός σάκος.
2. Το ελλειπτικό κυστίδιο του υμενώδους λαβυρίνθου του έσω ωτός. Επικοινωνεί με τους ημκύκλιους
σωλήνες, το σφαιρικό κυστίδιο και τον ενδολεμφικό πόρο, όλα εκ των οποίων πληρούνται με ενδολέμφο. Στο τοίχωμά του βρίσκεται η ακουστική κηλίδα, μια
πάχυνση του τοιχώματος όπου το επιθήλιο περιέχει τριχωτά κύτταρα, τα οποία διεγείρονται από τη γραμμική επιτάχυνση και επιβράδυνση και από τη
βαρύτητα.
Συνώνυμο
utriculus
Ετυμολογία
Λατ. utriculus, μικρός σάκος
Υπώνυμος όρος
prostatic utricle
utricle of urethra
utricle of
vestibule