Αγγλικός όρος
patient
Ορισμός
1. Κάποιος που είναι άρρωστος ή που θεραπεύεται από κάποια νόσο ή ένα τραυματισμό.
2. Ένα άτομο που λαμβάνει ιατρική φροντίδα.
Βλ.: πίνακα.
Ετυμολογία
[Λατ.]
Υπώνυμος όρος
patient advocate
patient autonomy
patient day
patient delay
patient mix
surrogate patient